Και κάπως έτσι φτάνει η ημέρα για τη σχολική γιορτή.
Ντυμένη στην τρίχα εγώ, μαλλί κομμωτηρίου και βαμμένη (τα παιδιά έκαναν 3 λεπτά να με αναγνωρίσουν), «Κυρία είσαι πολύ όμορφη», αλλά πριν προλάβω να ευχαριστήσω για το κοπλιμάν, «…αλλά είσαι και πολύ αστεία που έβαψες τα μάτια σου μπλε, σαν μια κούκλα κλόουν που έχω!» (για κάτι τέτοιες στιγμές έγινα νηπιαγωγός, να μην παίρνουν τα μυαλά μου αέρα). Ντυμένα κι αυτά, σωστά κουκλάκια, άγχος εγώ μην ξηλωθούν τα πρόχειρα στριφώματα, τα μικρά δεν μοιράζονται, όμως, αυτό το άγχος κι αλωνίζουν όλη την αίθουσα τρέχοντας, προκαλώντας μικρά εγκεφαλικά στις μητέρες αλλά και σε εμένα, που σκεφτόμαστε μην φάνε καμιά τούμπα και χαλάσουν τα ρούχα, και πώς θα βγουν στις φωτογραφίες μετά.
Επιτέλους, έκατσαν στα παγκάκια, τα μάζεψα τα κλωσσοπουλάκια μου. Τι όμορφα που είναι! Τα καμαρώνω λες και τα γέννησα εγώ, τα καμαρώνουν κι οι επισκέπτες, αλλά κυρίως, αυτοί που τα γέννησαν στ’ αλήθεια.
Αρχίζει η σχολική γιορτή, ανεβαίνουν στην σκηνή με χάρη, μπράβο, όπως τους έδειξα. Ένα παραπατάει λίγο, ουφ, εντάξει, δεν έπεσε, κι όχι τίποτα θα πατούσε την στολή που φορούσε και την είχε δεμένη η μάνα του με ένα χοντρό σχοινί πρόχειρα γιατί χάλασε το κούμπωμα τελευταία στιγμή. Σιγουρεύομαι ότι τα παιδιά έχουν παραταχθεί σωστά επάνω στην σκηνή. Ξεκινάμε με τραγούδια, μια χαρά μέχρι στιγμής, δίνω το σήμα να τραγουδούν πιο δυνατά. Εγώ από την άλλη ανοιγοκλείνω το στόμα σαν τον εγγαστρίμυθο, γιατί ο Θεός μου έδωσε πολλά χαρίσματα, αλλά της ωραίας φωνής όχι, και η σχολική επιτροπή δεν έχει χρήματα για καινούρια τζάμια.
Πάει κι αυτό, σειρά έχουν τα ποιήματα.
Το κάθε ένα παιδί λέει το ποιηματάκι του σωστά, λίγο μπερδεύονται, εντάξει, σιγά το πράγμα, βοηθάω κι εγώ, φτάνουμε στον τελευταίο, τον πιο μικρό, τον πιο ντροπαλό. Ησυχία στο ακροατήριο, ησυχία και στην σκηνή. Ξεκινώ με τις δυο πρώτες λέξεις να τον βοηθήσω, τίποτα. Με κοιτά με κάτι μεγάλα, καφετιά μάτια και σφίγγει τα χείλη του σαν να παρακαλά να τον απαλλάξω. Τι έπαθε, σκέφτομαι, στις πρόβες το έλεγε.
«Θα το πεις; Θέλεις;» μου γνέφει όχι μόνο με τα μάτια του τα ικετευτικά.
Εκείνη την στιγμή ακούγεται κάποιος από το ακροατήριο (μην είναι εκείνος ο θείος πάλι;), «Πες το ποίημά σου, παιδάκι μου!».
Γελάει ο κόσμος, αλλά ο μικρός σφίγγεται κι άλλο.
– Όχι, δεν θα το πει. Επειδή δεν θέλει, ακούω να λέει η φωνή μου μέσα από το δεύτερο μικρόφωνο. Ησυχία στην αίθουσα. Μάλλον τους τρόμαξα με τέτοια μπάσα φωνή σε θυμωμένο ντο.
Ο μικρός με κοιτά και χαμογελά. Μετά τα υπόλοιπα παιδιά. Ξέρουν πως όταν θυμώνω, δεν κρατιέμαι για πολύ σοβαρή. Χαμογελώ κι εγώ.
«Πάμε να τραγουδήσουμε;»,
«Ναιαιαι!», φωνάζουν τα μικρά και τραγουδάμε το τελευταίο τραγούδι.
Τραγουδάει κι ο μικρός κι αυτήν την φορά τραγουδώ κι εγώ στ’ αλήθεια. Δεν βαριέσαι.
Εδώ ήρθαμε να περάσουμε καλά, δική μας είναι η σχολική γιορτή, ας πούμε κι ένα τραγούδι παραπάνω.
Διαβάστε επίσης:
Εγώ πάντως στις παρελάσεις κλαίω