Ήρθε, πάλι, αυτή η εποχή με τον μεγάλο πονοκέφαλο της προετοιμασίας για τη σχολική γιορτή. Γιατί αν βγάλεις το κομμάτι που μιλάμε στην τάξη για την 25η Μαρτίου, την συγκίνηση και την υπερηφάνεια για την πατρίδα μας και τους προγόνους μας που πολέμησαν για την ελευθερία, μένει το άλλο το κομμάτι, εκείνο της προετοιμασίας για τη σχολική γιορτή.
Στις σχολική γιορτή όλοι υποφέρουμε:
Οι γονείς επειδή πρέπει να μάθουν το πολύ μεγάλο/μικρό/δύσκολο/δυσνόητο/όχι τόσο κατάλληλο/παιδικό κ.ο.κ ποίημα που έδωσε ο/η εκπαιδευτικός στα παιδιά τους.
Οι εκπαιδευτικοί επειδή αναρωτιούνται μήπως το ποίημα που έδωσαν είναι πολύ μεγάλο/μικρό/δύσκολο/δυσνόητο/όχι τόσο κατάλληλο/παιδικό κ.ο.κ. και
τα παιδιά επειδή πρέπει να το μάθουν!
- Άγχος για το αν θα τραγουδήσουν καλά τα τραγούδια,
- άγχος για το αν χορέψουν σωστά,
- άγχος μην ξεχάσουν τα λόγια τους (αφού περάσει το άγχος για το αν τα μάθουν πρώτα).
Καθώς λοιπόν, μιλάμε στην τάξη για το τι γιορτάζουμε, πετάγεται ένας πιτσιρίκος:
– Κυρία, εμένα ο θείος μου μου είπε πως έγιναν αλλιώς τα πράγματα…
– Μάλιστα. Και τι είναι ο θείος σου, καθηγητής Ιστορίας;
– Όχι, ηλεκτρολόγος.
– Ωραία, να πεις στον θείο σου πως αν θέλει να βοηθήσει το μάθημα, ας έρθει να μας διορθώσει το φως της αίθουσας και το cd player.
Περνάνε οι μέρες, πρόβες κάθε μέρα, βρέξει-χιονίσει, λιακάδα ή όχι, εμείς ταμπουρωμένοι μέσα στην αίθουσα με τα παιδιά.,Σστην αρχή με γλυκιές φωνούλες, μετά λίγο πιο δυνατές. Τελευταία βδομάδα γκαρίζουμε όλοι, παιδιά-εκπαιδευτικοί, ξεχνάμε τα λόγια μας, τα βήματά μας. Γελάμε, κλαίμε, κάνουμε αστεία κάθε φορά στην ίδια σκηνή, τόσο που στο τέλος φοβόμαστε μήπως ξεχαστούμε και τα κάνουμε και στην επίσημη γιορτή. Φορούμε τις στολές, τις πατάμε, τις ξηλώνουμε, τις ράβουμε, τις κονταίνουμε, τις φέρνουμε στα μέτρα μας ή στέκονται κακομοιριασμένες επάνω μας σαν σακιά από πατάτες, «την δανείστηκα, κυρία, από την αδερφή μου», «πόσο χρονών είναι;», «πάει τρίτη τώρα, τρία χρόνια με περνάει», δε βαριέσαι, θα την σουλουπώσουμε, για μια ώρα θα’ ναι, θα είμαστε εντάξει.
Και δώστου τα σκηνικά, τέμπερες σε χαρτιά του μέτρου, βάφουμε όλοι μικροί-μεγάλοι, το σκηνικό, τα ρούχα μας, τα μούτρα μας.
“Φέρε και λίγα επιπλάκια από τα παλιά του χωριού, ένα παλιό χαλάκι, «τσουλάκι» το λένε, ένα χαρτόκουτο να το κάνουμε για τζάκι.”
“Γιαννάκη μην πειράζεις το μικρόφωνο, θα χαλάσει.”
“Φέρε και τις παλιές κουρτίνες να τις κρεμάσουμε στην σκηνή.”
“Ας βάλουμε και μερικά άνθη στο βάζο-δεν σας είπα να μην πειράζετε το βάζο με το νερό;; Όχι, δεν το είπα; Ε, σας το λέω τώρα!”
Και πάλι πρόβα από την αρχή, με τα σκηνικά, με τα αστεία μας που γίνονται σοβαρά μόλις αγριέψει η δασκάλα, για πέντε-έξι λεπτά, μην φανταστείς, και μετά πάλι αστεία, παραφωνίες από τα παιδιά, λιποθυμίες από τους εκπαιδευτικούς.
Διάβασε τη συνέχεια στην επόμενη σελίδα