Η ιστορία της μητέρας μου υπήρξε μια δυστυχισμένη ιστορία. Όμως εμένα τότε δε με αφορούσε η δυστυχία της. Εγώ απαιτούσα μια μαμά που θα μου έδινε ζωή, ζωή χαρούμενη, τρυφερή και αφού δεν συνέβαινε έτσι, υπέφερα, δυσανασχετούσα και της θύμωνα. Πολλές φορές, μας λένε, ότι Τρία συναποτελούν την αγία Τριάδα της γονεϊκής προσφοράς, της στάσης που πληροί την παιδική ψυχή, την ενθαρρύνει για όλη την πορεία της κατόπιν. Ο γονιός, η μητέρα στη δική μου περίπτωση, για να είναι μια επαρκής μητέρα, πρέπει να χαρίζει στο μικρό της : τρυφερότητα, ασφάλεια, και αναγνώριση, να του δίνει αξία δηλαδή.
Για μένα, αν με ρωτήσετε, πρώτη έρχεται η τρυφερότητα – γιατί τη στερήθηκα. Τώρα το βλέπω και το ξαναβλέπω πως η τρυφερότητα είναι το γάλα της ψυχής · τώρα, που έχω αποκτήσει κι εγώ παιδιά, τώρα το αισθάνομαι το ζεστό κύμα από χάδια να ρέει απ’ την καρδιά μου προς τα δύο κορίτσια μου, κύμα ακράτητο, σαν γέλιο. Τώρα, ως μάνα, παραπονιέμαι και οργίζομαι περισσότερο με τη μάνα μου που υπήρξε έτσι ψυχρή, τόσο απόμακρη, τόσο συγκρατημένη μαζί μου. Είμαι ένα παιδί αχάιδευτο από τη μάνα του και είναι μια θλιβερή κατηγορία παιδιών η δικιά μου κατηγορία. Από τις πιο κακορίζικες.
Όταν κάποιες μέρες, αισθάνομαι πιο ψύχραιμη, κάθομαι και μελετώ εκείνη τη στέρηση, εκείνη τη δικιά της αναπηρία. Μα πώς μπορούσε, λέω μόνη μου, πώς τα κατάφερνε να συγκρατεί το ασυγκράτητο ζεστό ρεύμα που ξεχειλίζει από κάθε καρδιά μπροστά στα μικρά όλου του κόσμου; Εδώ, κοιτάς ένα γατάκι, ένα ένα σαλιγκαράκι και η πρώτη παρορμητική σου κίνηση είναι να απλώσεις το χέρι να τα αγγίξεις, να αισθανθείς την αφή τους, να τους πεις… δεν ξέρω τί να τους πεις… τόσο συγκινούμαι… Για σένα την ίδια περισσότερο το χρειάζεσαι αυτό. Τα χάδια που δε δώσαμε μας μαραίνουν, μας αφαιρούν το κόκκινο από το αίμα της καρδιάς.
Πώς μπορούσε να μην απλώνει ποτέ πάνω μου την παλάμη της, πώς κρατιόταν, γιατί δυσκολευόταν να με ακουμπήσει; Ήμουνα τόσο άσχημη; Τόσο αντιπαθητική; Τόσο κακό παιδί που συνεχώς την εκνεύριζα και με κοιτούσε, κάθε λίγο και λιγάκι, έτσι θυμωμένα ή εξεταστικά; Το εξεταστικό μάτι ήταν το χειρότερο!
Δεν ήξερα πώς να φερθώ όταν έπεφτε πάνω μου το βλέμμα της, κάτω απ’ το βλέμμα της. Με έφερνε σε τρομερή αμηχανία. Δεν καταλάβαινα τί έβλεπε σ’ εμένα και σάστιζα κι εγώ με τον εαυτό μου, τον αντιπαθούσα τον άχαρο εαυτό μου τον σκόρπιο και αδύναμο. Δεν είχα ιδέα ποια ήμουν, τί έκανα, σάστιζα σε βαθμό να γίνομαι αργότερα, όταν έφτασαν στην προεφηβεία, υστερική. Ακόμα κι όταν μεγάλωσα και έγινα γυναίκα, όταν παντρεύτηκα, όταν γέννησα τις δίδυμές μου, έτσι με μπέρδευε. Πάντα με εξέταζε πώς δείχνω και τί κάνω με το μάτι της, δεν έλεγε πολλά λόγια. Αν μου μιλούσε περισσότερο, αν μου εξηγούσε τί θέλει από μένα, ακόμη και αν με μάλωνε, θα τα βρίσκαμε, είμαι σίγουρη. Όμως, με το να μη μου μιλάει, ενώ με έλεγχε τόσο αυστηρά με το βλέμμα της, με τσάκιζε.. Γιατί ήταν σαν να μη με θεωρούσε άξια ούτε καν για να με μαλώσει, ανάξια για αγάπη αλλά και για δηλωμένη αντιπάθεια. Το περίεργο είναι πως είχε πάντα έναν χαϊδεμένο γάτο, ήταν απίστευτα τρυφερή και εκφραστική μαζί του, αγωνιούσε, του μιλούσε, τον τάιζε · το πιο σπουδαίο, τον χάιδευε! Μπορούσε να χαϊδεύει…
Όταν ήμουν μικρή, κοιτούσα από την πόρτα της κρυφά πώς ντάντευε το γατί της, πόσο αλλιώτικα τον κοιτάζει. Μια δυο φορές τού πάτησα με λύσσα την ουρά. Μεγαλύτερη, τον αγάπησα πολύ κι εγώ και ήθελα να τον χαϊδεύω. Μου το απαγόρευσε. Έλεγε πως ήμουν άγαρμπη και θα τον πονούσα.
Είναι ανεξίτηλη η έκφραση της μάνας, εκείνη η συγκεκριμένη έκφραση που υιοθετεί για το παιδί της. Νομίζω πως αυτό το βλέμμα είναι η βασική μοίρα μας. Δεν είμαι μοιρολάτρης, αλλά τούτο το είδος μοίρας, το παραδέχομαι : με ξεπερνάει.
Όταν με παρατηρούσε, όπως με παρατηρούσε, όταν μου απευθυνόταν με εκείνο τον τόνο φωνής, εγώ τα έχανα, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου τα έχανα μπροστά της. Περίμενε από μένα να κάνω κάτι καλό ή κάτι κακό; Να είμαι ήσυχη ή να ατακτήσω; Αλλόκοτο, αλλά διαισθανόμουν πως προτιμούσε τα δεύτερα, δεν ξέρω γιατί, αλλά μου μετέδιδε περίπου αυτή την προσμονή. Να κάνω εντέλει, το χειρότερο. Να ατακτήσω. Να της επιβεβαιώσω κάτι που περίμενε και να της επιβραβεύσω την γνώμη της για μένα. Ήταν παρανοϊκό το δίλημμα που μου περνούσε. Κι εγώ επιθυμούσα τρελά να μην την απογοητεύσω.
Με τον καιρό, το να μην την απογοητεύσω, έγινε το σταθερό μου κριτήριο και το κίνητρο της συμπεριφοράς μου, του χαρακτήρα μου σιγά – σιγά.
Καλά λένε πως γίνεσαι τελικά εκείνος που σου ζητούν κάποιοι να είσαι. Αυτοί οι κάποιοι είναι οι «σημαντικοί άλλοι»…
Απόσπασμα από το βιβλίο της Μάρως Βαμβουνάκη «Σιωπάς για να ακούγεσαι» εκδ. Ψυχογιός