Τσακωμοί, κόντρες, χαμός, λόγια βαριά και πικρά. Γιατί; Τι έχουμε να χωρίσουμε; Γιατί τόση φαγωμάρα; Παρέες, ζευγάρια, αδέλφια, συγγενείς, μαθητές με δασκάλους, προϊστάμενοι, υφιστάμενοι όλοι τσακώνονται μεταξύ τους. Τι έχουμε να χωρίσουμε τελικά; Ή μήπως η καλοσύνη πήγε περίπατο; Ποια καλοσύνη; Αυτή που όταν τη δείχνεις σε λένε βλάκα ή κάτι ακόμα χειρότερο;
Διαστρέβλωση κατά το δοκούν. Ό,τι μας βολεύει κατά περίπτωση. Μεγαλώνοντας και αποκτώντας εμπειρίες, αυξάνεται και ο δείκτης κατανόησης. Από την κατανόηση μπορεί να πηγάσει και η καλοσύνη. Η υπομονή που οπλιζόμαστε κάθε φορά για να αντιμετωπίσουμε την καθημερινότητα εμπεριέχει καλοσύνη. Έχοντας σύνεση ίσως να χαρακτηριζόμαστε ως καλοσυνάτοι άνθρωποι. Αρετές οι οποίες μας βοηθούν να πορευτούμε στη ζωή μας εξασφαλίζοντας θετικό πρόσημο.
Η ζωή όμως είναι δύσκολη, απρόβλεπτη, έρχονται τα πάνω κάτω. Οι εντάσεις και η αγωνία του αύριο ριζώνουν στη ψυχή και στο μυαλό. Οι πολλές αναποδιές που τυχαίνουν μας φτάνουν στα όρια. Θυμώνουμε, εκνευριζόμαστε, θεωρούμε ότι η ζωή μας αδικεί. Όλοι μας αδικούν. Πώς λοιπόν μπορούμε να είμαστε γεμάτοι καλοσύνη, όταν η ζωή μας γεμίζει δυσάρεστες εμπειρίες; Η έξαρση της βίας, της ενδοοικογενειακής, της σχολικής είναι αποτέλεσμα των ανεξέλεγκτων συναισθημάτων. Οι χιλιάδες απολύσεις και η οικονομική κρίση εκτελούν κάθε μορφή επιείκειας, κάθε μορφή καλοπροαίρετης χειρονομίας. Που πήγε η καλοσύνη; Μήπως δεν υπήρξε ποτέ τριγύρω; Και τι εννοούμε λέγοντας «αυτός είναι γεμάτος καλοσύνη;»
Ο ορισμός της καλοσύνης είναι μια ιδιότητα του καλού ανθρώπου που θέλει το καλό και την ευτυχία του συνανθρώπου του. Ο ιδανικός καλοσυνάτος άνθρωπος. Πιστεύω ότι στην ζωή μας κανένας μας δεν είχε ως αφετηρία να βλάψει τον συνάνθρωπό του – πλην των εγκληματιών και πολλές φορές των ηλιθίων. Οι καταστάσεις, όμως, που βιώνουμε καθημερινά εξαντλούν τα επίπεδα της καλοσύνης μας. Ανθρώπινο κι όχι κατακριτέο. Οι δυσκολίες, οι εμπειρίες και τα χρόνια μας ωριμάζουν από την μία.
Μας κάνουν, όμως και πιο τραχείς στους τρόπους, πιο υποψιασμένους, με αποτέλεσμα να χάνουμε κάτι από την ευγένειά μας. Να γινόμαστε απότομοι, πιο κυνικοί, πιο αληθινοί. Η καλοσύνη χάνει έδαφος σιγά-σιγά. Αρχίζουμε να εκπλήσσουμε δυσάρεστα τους γύρω μας, αλλιώς μας είχαν συνηθίσει, επειδή, πλέον, η οπτική μας είναι ξεκάθαρη και πατάμε στα πόδια μας καλύτερα από ποτέ. Πολλές φορές έχουμε ακούσει ή έχουμε πει για κάποιον που θεωρούσαμε δεδομένο ότι ήταν γεμάτος καλοσύνη:
– Δεν το πιστεύω! Τσακώθηκες μαζί του; Αυτός πάντα ήταν ψυχούλα! (ψυχούλα ονομάζουμε τον καλοσυνάτο άνθρωπο που δεν χαλάει κανενός το χατήρι).
Τα λόγια μας πιο κοφτά και σταράτα κι οι σχέσεις μας, είτε με τα παιδιά μας είτε με τους συναδέλφους μας είτε με τους φίλους μας, πιο αποστειρωμένες. Αυτό δεν σημαίνει ότι είμαστε ή γινόμαστε σιγά-σιγά κακοί άνθρωποι. Απλά, γινόμαστε πιο επιλεκτικοί. Επιλέγουμε που, πότε, ποιον, ποιους θα ευχαριστήσουμε, σε ποιους θα είμαστε καλοσυνάτοι. Δημιουργείται μια αρμονία μεταξύ συναισθήματος και λογικής.
«Σύμφωνα με μελέτη του Πανεπιστημίου του Κεντ, η πολλή καλοσύνη βλάπτει. Οι επιστήμονες λένε ότι το να φέρεται κάποιος με υπερβολική καλοσύνη και κατανόηση μπορεί να δημιουργήσει κι όχι να λύσει προβλήματα. Με το να είναι κάποιος πολύ καλός μένει στάσιμος στη δημιουργία σοβαρών ανθρώπινων σχέσεων. Θυματοποιείται.» (πηγή Lifo.gr)
Χαιρόμουν ιδιαίτερα όταν επισκεπτόμουν τις παιδικές χαρές και παρατηρούσα ότι τα μικρά παιδιά δεν προσπαθούν να ευχαριστήσουν τους πάντες γύρω τους. Διεκδικητικά από μικρά (παίρνουν ακαριαία αυτό που θεωρούν δικό τους) κι εξαντλούν την καλοσύνη τους μόνο κατ’ επιλογή (παίζουν με τα παιδάκια που θα επιλέξουν και όχι με αυτά που θα τους υποδείξει η μαμά).
Ακόμα και τα παιδιά δεν μπορούν να είναι γεμάτα καλοσύνη προς όλους… κάνουν τις επιλογές τους.
Γράφει η Τζώρτζια Βρεττού