Κι αν δεν μπορείς να την ευνουχίσεις, τη σκοτώνεις…

Στην παιδική τους ηλικία τα πιο πολλά κορίτσια έχουν κούκλες. Τις χτενίζουν, τις στολίζουν, τις νανουρίζουν, άμα εκνευριστούν μπορεί και να ξεσπάσουν επάνω τους, να τις ξεμαλλιάσουν, να τις εξαρθρώσουν…

Στην ενήλικη ζωή, η κατάσταση αντιστρέφεται. Κάποια αγόρια αντιμετωπίζουν τα κορίτσια σαν κούκλες ζωντανές. Τις διεκδικούν τάζοντας λαγούς με πετραχήλια, επιδεικνύοντας ό,τι έχουν, συνήθως περισσότερα από όσα έχουν. Τις περιφέρουν σαν τρόπαια. Τις εγκλωβίζουν σε σχέσεις, σε παρέες, σε σπίτια, σε υποχρεώσεις και συμπεθεριά. Κι άμα τυχόν οι κούκλες παραζωντανέψουν, μπορεί -επειδή «χάλασε η φάση»- να τις σκοτώσουν.

Μετά τον κόβιντ, ο οποίος δεν λέει να ξεκουμπιστεί, η δεύτερη πληγή πυοροούσσα που στοιχειώνει το ελληνικό μας καλοκαίρι είναι οι κακοποιήσεις γυναικών. Βιασμοί, εκπορνεύσεις, δολοφονίες. Κάθε σχεδόν εβδομάδα κάτι φρικτό έρχεται στο φως.

Η κοινή γνώμη αντιδρά ως συνήθως: σαν μωρή παρθένα. Πέφτει αρχικά από τα σύννεφα. Πασχίζει έπειτα να ξορκίσει το κακό με κραυγές και κατάρες. Σπασμωδικά κινείται από το ένα άκρο στο άλλο. Πότε ο δολοφόνος είναι τέρας αποφώλιον και πότε το αρσενικό της διπλανής πόρτας, αφού -σύμφωνα με τις πιο εχθροπαθείς από τις φεμινίστριες των καιρών μας- «κάθε άντρας κρύβει μέσα του έναν γυναικοκτόνο»…

Το βρίσκω υπεραπλουστευτικό από τα ακρότατα συμβάντα του αστυνομικού δελτίου να συνάγουμε γενικά συμπεράσματα. Προσβλητικό για τη μνήμη των κοριτσιών να φτάνουμε μέχρι και να πολιτικολογούμε με αφορμή τον αδόκητο χαμό τους. Να σημαδεύουν οι προβολείς των ΜΜΕ ρημαγμένους ανθρώπους, να σκύβουμε εμείς στις κλειδαρότρυπες και να καταναλώνουμε βουλιμικά τη συμφορά λες και πρόκειται για θρίλερ σε διαδικτυακή πλατφόρμα. Γιατί αλήθεια οι άνθρωποι μαγνητίζονται από το αποτρόπαιο; Διότι αισθάνονται -υποθέτω- μια ανομολόγητη, διεστραμμένη σχεδόν, ανακούφιση που ο κεραυνός έπεσε αλλού, έκαψε άλλους. Επαναπαύονται, όπως θαυμάσια το λέει ο Καβάφης, που η ζωή τους «περιορισμένη, τακτοποιημένη και πεζή, τέτοια θεαματικά και φοβερά δεν έχει». Μέχρι στιγμής τουλάχιστον…

Με τη μέγιστη προσοχή και διακριτικότητα αποπειρώμαι κι εγώ να αντιληφθώ. Να εικάσω έστω το ψυχικό υπόστρωμα, την ερεβώδη διαδρομή που οδηγεί σε ένα τόσο αποτρόπαιο έγκλημα.

Ένα μονάχα μπορώ να καταλάβω, με βάση και την κοινωνική μου πείρα. Ότι -πολλοί; λίγοι;- συμπολίτες μας έχουν μια ιδιοκτησιακή αντίληψη για τον έρωτα. Θεωρούν τον άλλον, με τον οποίον συνδέονται, απόκτημα τους. Πιότερο πράγμα παρά πρόσωπο. Κάθε συνεπώς δική του απόπειρα να αποστασιοποιηθεί, να κινηθεί ανεξάρτητα, να χαράξει καινούργια ρότα, αντιμετωπίζεται σαν προδοσία που απαιτεί την τιμωρία της. Ο κατά φαντασίαν ιδιοκτήτης αντιδρά όπως ο δικτάτορας όταν νοιώθει τον θρόνο του να κλονίζεται. Πνίγει, κυριολεκτικά, την εξέγερση στο αίμα.

Πώς προκύπτει μια τόσο άθλια αισθηματική αγωγή;

Κάποιος θα καταγγείλει την πατριαρχία, τις στερεοτυπικές σχέσεις των φύλων, εικόνες που χάνονται στα βάθη του χρόνου, των αγροτικών κοινωνιών. Ο άντρας να «φορτώνεται» τη γυναίκα έναντι προίκας. Οι γυναίκες να μοχθούν στο χωράφι, στον αργαλειό, πάνω απ’τις κούνιες των μωρών και οι άντρες να χασομερούν στο καφενείο… Κάποιος άλλος θα προβάλλει ένσταση. «Οι κοινωνίες στη Μεσόγειο» θα πει «ήταν και παραμένουν στον πυρήνα τους μητριαρχικές. Τα αρσενικά απολαμβάνουν μια κατ’επίφαση εξουσία, οι γυναίκες κινούν τα νήματα, υποβάλλουν τις σημαντικές αποφάσεις. Η κρίσιμη σχέση είναι μεταξύ νύφης και πεθεράς.» Ένας τρίτος θα υπενθυμίσει ότι η πραγματικότητα έχει μεταβληθεί άρδην, βρίσκομαστε στην ψηφιακή εποχή, συνδεόμαστε, φλερτάρουμε στον κυβερνοχώρο, οι κωδικοί εισόδου μας στα social media είναι πιο προσωπικοί, πιο πολύτιμοι κι από τα κλειδιά του σπιτιού μας. Πώς να ελέγξεις τον άλλον όταν μπορεί να αλλάζει διαρκώς διαδικτυακά προφίλ, δηλαδή προσωπεία;

Ισχύουν, νομίζω, όλα τα παραπάνω. Και άλλα τόσα. Η πραγματικότητα -γύρω μας και μέσα μας- δομείται σε ετερόκλιτες στιβάδες. Αποτελούμε όλοι κινούμενες αντιφάσεις, κρύβουμε σκοτεινά σημεία, γκρίζες περιοχές…

Έχω συναντήσει ανθρώπους πολιτικά φιλελεύθερους που απέναντι στον έρωτα διάκεινται πουριτανικά. Και αντιθέτως βαθιά θρησκευόμενους -ακόμα και καλόγερους στο Άγιον Όρος- οι οποίοι δείχνουν απέραντη κατανόηση στο αίσθημα ή στην ιδιορρυθμία του καθενός.
Όπως και να’χει, ο άντρας που σκοτώνει το κατ’ευφημισμόν «ταίρι» του δεν το κάνει από ιδεολογία. Μα από βαθιά, υπαρξιακή, υστέρηση. Ψυχική καχεξία. Είναι -πιστεύω- εκείνος που ποτέ, ούτε για μια στιγμή, δεν ένοιωσε την πλάση σαν ολάνθιστο κήπο. Ως απέραντο ωκεανό, που σε καλεί να τον ταξιδέψεις κι ας χαθείς στα πλάτη και στα μήκη του. Που ούτε καν υποψιάστηκε τι σημαίνει το ελεύθερον, το εύψυχον, αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας. Παρέμεινε εκ γενετής γραπωμένος, εξαρτημένος. Απ’το βυζί της μάνας του, τα απωθημένα τού πατέρα του, το ακίνητο και το αυτοκίνητο, τέσσερις τοίχοι, πέντε πόρτες, μια καθημερινότητα σκυφτή που μακιγιάρεται ενίοτε με καταναλωτικές ψευτοπολυτέλειες. Που υποκατέστησε το είναι με το έχειν, την ουσία με την περιουσία – όσο πιο μετρημένη η περιουσία, τόσο πιο βάναυσα την περιφρουρεί.
Όταν δεν μπορείς να δώσεις στο «ταίρι» σου ηδονή, αποπειράσαι να το ευνουχίσεις. Κι αν δεν μπορέσεις να το ευνουχίσεις, τότε το σκοτώνεις. Τόσο απλά, τόσο φροϋδικά, τόσο εφιαλτικά.-

Χρήστος Α. Χωμενίδης

Ακολούθησε το TheMamagers στο Instagram

Διαβάστε περισσότερα

Best of network