Πότε ξεκινά, όμως, η σύγκρουση; Από τη νηπιακή ήδη ηλικία η μητέρα αναμένει και προσδοκεί από τη θηλυκή της απόγονο. Της δίνει εφόδια για να γίνει καλύτερη, όσα έχει και μπορεί. Αν η κόρη δεν τα καταφέρνει, κάνει η μητέρα το λάθος να της στερεί τις αμοιβές και ενίοτε την τιμωρεί για να τη συμμορφώσει. Ώσπου έρχεται και η εποχή της εφηβείας για την κόρη, που χρονολογικά περίπου συμπίπτει με την είσοδο της μητέρας στην ωριμότητα. Η μητέρα μεγαλώνει, νιώθει τη νεότητά της να υποχωρεί. Το νέο κορίτσι που εκείνη κάποτε ήταν τώρα ζει μέσα από την κόρη της και έτσι η μητέρα νιώθει να απειλείται. Θέλει να επαναφέρει τη νεότητά της με κάθε τρόπο τώρα που η κόρη της, με την εμφάνισή της, της επαναφέρει στη μνήμη αυτό που δεν είναι πια. Η μητέρα υποσυνείδητα καταπιέζει την έφηβη κόρη της που αρχίζει να ζει τη νεότητά της.
Αυτός ο άρρηκτος δεσμός μάνας–κόρης κρύβει ένα πλέγμα συναισθημάτων που αλλάζει αποχρώσεις και μορφές ανάλογα με τις διεκδικήσεις της καθεμιάς και όχι μόνο. Τα βιώματα της μητέρας, τα γνωσιακά της σχήματα, οι προσδοκίες της, οι επιθυμίες για τη ζωή της κόρης διαμορφώνουν τον τρόπο και το πλάνο ανατροφής, κάνοντάς μας τελικά ν’αναρωτηθούμε αν υπάρχει ιδανική μητέρα. Καμιά από εμάς δεν έρχεται στον κόσμο έτοιμη μάνα. Ούτε το σπουδάζει. Το βιώνει όμως μέσα από τη δική της ιδιαίτερη, μοναδική σχέση με τη μητέρα της. Και κάποιες πάλι φορές βλέποντας και παρατηρώντας άλλες μητρικές συμπεριφορές.
Η μητέρα εκείνη που αγαπά αδιαπραγμάτευτα το παιδί της χωρίς να επιζητά ανταλλάγματα από αυτό πλησιάζει την ιδανική.
Εκείνη που απλά τροφοδοτεί το παιδί της με γνώσεις και τ’αναγκαία εφόδια για τη ζωή χωρίς την προσδοκία της τελειότητας.
Εκείνη που σ’όσα κάνει για το παιδί της τα κάνει σιωπηλά χωρίς να χρησιμοποιεί τον ψυχολογικό εκβιασμό:
– Θυσίασα για εσένα τη ζωή μου, ώστε να φορτίζει υποχρέωση κι ενοχή το παιδί της, εκείνη πλησιάζει την ιδανική μητέρα.
Συχνά οι μητέρες μέσα στη σχέση με την κόρη μπερδεύονται και χάνουν τον προσανατολισμό τους. Με το να βλέπουν την κόρη τους ως προέκταση του εαυτού τους και να μην αναγνωρίζουν τις ιδιαίτερες επιθυμίες του παιδιού τους, τη μοναδική ατομικότητά του, τα θέλω του, εγκλωβίζουν την κόρη τους και η πάλη και η σύγκρουση θα έρθει αναπόφευκτα, όταν η απόγονος θα θελήσει να διεκδικήσει την αυτονομία της.
Υπάρχει, όμως, κι η περίπτωση η κόρη να μην αντιδράσει ποτέ ανοιχτά και φανερά. Να καταπίνει τα «θέλω» της μητέρας της και να μεταμορφώνεται σταδιακά στο «όνειρο της μαμάς». Και να το εκπληρώνει με εκπληκτικό ηθικό αντάλλαγμα: «η εξαιρετική και επιθυμητή κόρη μου». Πολυσήμαντη φράση αυτή που κατοχυρώνει μια επιθυμία και στις δύο. Η μία κατάφερε να γίνει η τέλεια κόρη της μητέρας. Κι η άλλη να εκπληρώσει τον ρόλο της και να ολοκληρώσει την εικόνα του μισοτελειωμένου της «εγώ».
Η μητέρα δεν θα’πρεπε σε καμία περίπτωση να προβάλει τις επιθυμίες και τ’απωθημένα της πάνω στο παιδί της. Κι ούτε να νιώθει ποτέ ότι απειλείται από τη θηλυκή της απόγονο. Ή να νιώθει εκτεθειμένη κι αποτυχημένη ως μητέρα όταν η κόρη της δεν ακολουθήσει τα θέλω της. Γιατί το ίδιο ακριβώς, συναίσθημα θα προκαλεί στο παιδί της:
– Απέτυχα να ικανοποιήσω τη μητέρα μου. Δεν αξίζω πολλά. Δεν μου αξίζει να με προσέχουν και να με αγαπούν. Συναίσθημα αναξιότητας που θα βασανίζει τη νέα γυναίκα.
Η μητρική αγάπη πρέπει να δίνεται χωρίς προϋποθέσεις. Το αυτονόητο δεν μπορεί να γίνει επιχείρημα.
– Σε αγαπώ γι’ αυτό που είσαι, γιατί τη μοναδικότητα της ύπαρξής σου, τις ιδιαιτερότητές σου,
θα έπρεπε να είναι η φράση που λέει η κάθε μάνα στην κόρη της. Κάτι τέτοιο βέβαια, προϋποθέτει ότι κι η μητέρα είναι πλήρης ως προσωπικότητα. Κι ότι δεν περιμένει να ζήσει μέσα από τη ζωή του παιδιού της. Να συγχωνευτεί στη ζωή της νέας κοπέλας. Η μητέρα πρέπει να έχει το δικό της περιβάλλον, φιλίες, κοινωνική ζωή, δραστηριότητες. Και να μην επιδιώκει την αδιάλειπτη συνύπαρξη με το παιδί της ως διέξοδο της μοναξιάς της.
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, όπου καταπιεσμένα παιδιά γίνονται εχθρικά και επιθετικά απέναντι στις μητέρες τους. Κάποτε ανταποδίδουν και αυτά όλο το φορτίο αρνητικών συναισθημάτων και βιωμάτων της παιδικής ηλικίας. Άλλοτε πάλι δεν ξεσπούν ποτέ. Χωνεύουν το αρνητικό και βαρύ συναίσθημα τιμωρώντας άθελά τους τον εαυτό τους για όσο ζουν. Και τελικά, το κληροδοτούν στις επόμενες γενιές.
Στο συναίσθημα υπάρχει αφθαρσία. Τίποτα δεν χάνεται. Απλώς μετασχηματίζεται».
Απόσπασμα από το κείμενο, «Η μάνα μου, ο εχθρός μου»