Ανάμεσα στην τελευταία μέρα του Ιουνίου και στην πρώτη του Ιουλίου, υπό τον ήχο των τζιτζικιών κι ενώ επικρατεί άπνοια, διαβάζω στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για την καθιερωμένη συναυλία του Αντώνη Ρέμου στην Μύκονο. Ενώ η μητέρα μου, από την άλλη, επικεντρώνεται σε ένα παλιό αφιέρωμα εντύπου για την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Μου λέει:
– Αν η Αλίκη είχε πάει στο Χόλιγουντ θα είχε διαπρέψει. Δεν την, άφησαν όμως, να φύγει από την Ελλάδα.
Δεν ξέρω πραγματικά τί θα είχε γίνει αν η Αλίκη είχε πάει στο Χόλιγουντ. Αλλά με προβλημάτισε αυτό που είπε η μητέρα μου. Ό,τι θα είχε διαπρέψει.
Διαπρέπει ο Έλληνας στο εξωτερικό, ενώ στην Ελλάδα όχι; Τί εννοούσε η μητέρα μου;
Την άποψη αυτή την ακούω από πολλούς και θεωρείται δεδομένη πια. Δεν τίθεται καν σαν ερώτηση:
– Τί να λέμε τώρα, μου είπε μία φίλη. Όσοι Έλληνες πήγατε εξωτερικό διαπρέψατε.
Παράλληλα σκέφτομαι δύο περιστατικά που συνέβησαν κατά την διάρκεια των διακοπών μου στην πατρίδα.
Στο Χαλάνδρι εχθές, σε κεντρική διάβαση πεζών, παρκάρει το τζιπ της μία «κυρία». Δυσκολεύομαι να περάσω με το καροτσάκι του μωρού. Κάποιος της λέει να πάρει το τζιπ, γιατί εκεί είναι διάβαση πεζών. Αντί για:
– Συγγνώμη κύριε, έχετε δίκιο το παίρνω αμέσως, ακούμε:
– Όχι ρε, δεν το παίρνω, άι παράτα μας.
Αυτή η «κυρία» δεν θα διαπρέψει ούτε στην Ελλάδα ούτε στο εξωτερικό.
Από την άλλη στη ΔΟΥ των Κατοίκων Εξωτερικού μία υπάλληλος εξυπηρετεί μόνο, αλλά είναι τσακάλι. Ευγενική, σοβαρή, με πενιχρά μέσα, εξυπηρετεί όλους τους ανθρώπους. Δημόσια Υπάλληλος, εξαιρετική, διαπρέπει στην Ελλάδα της κρίσης, αλλά μάλλον δεν θα της το αναγνωρίσει κανείς.
Είναι αλήθεια ότι πολλοί Έλληνες που ζουν και εργάζονται στο Λουξεμβούργο (το οποίο χρησιμοποιώ ως παράδειγμα γιατί μένω και εργάζομαι εκεί) διαπρέπουν, καθώς και σε άλλες χώρες.
Αυτό δεν οφείλεται μόνο:
– στη σκληρή προσωπική εργασία,
– στη συνειδητοποίηση ότι στη ξένη χώρα είσαι ένας από τους πολλούς και η καταγωγή σου ή οι πολιτικές σου διασυνδέσεις, αν υπάρχουν, συνήθως δεν έχουν σημασία.
Αυτό οφείλεται:
– στο ταλέντο,
– την διάθεση για δημιουργία,
– την γνώση, αλλά και
– στην ύπαρξη ορισμένων βασικών εξωτερικών παραγόντων.
Σε αυτούς τους παράγοντες που παραθέτω εδώ, θεωρώ ότι υστερεί η Ελλάδα σε σχέση με το Λουξεμβούργο, που παίρνω σαν παράδειγμα επειδή ζω εδώ, αλλά και με πολλές άλλες χώρες.
1. Αξιόπιστο, αξιοκρατικό και σταθερό εργασιακό περιβάλλον.
Οι παράγοντες αυτοί είναι απαραίτητοι για ν’αναπτύξει κάποιος τις δεξιότητές του. Και να αισθάνεται ότι αντιμετωπίζεται ισάξια μ’όλες τις άλλες εθνικότητες.
2. Ενθάρρυνση για το «επιχειρείν»,
στήριξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και απλοποιημένες διαδικασίες σε περίπτωση επιχειρηματικής δραστηριότητας. Ένας νέος επιχειρηματίας έχει μεγάλη στήριξη:
– από κρατικές υπηρεσίες και οργανισμούς,
– καθοδήγηση,
– χρηματοδότηση και
– σταθερό οικονομικό, φορολογικό και πολιτικό περιβάλλον που του δίνει την αίσθηση της σοβαρότητας και της υπευθυνότητας.
3. Λιγότερα κρούσματα χρηματισμού δημοσίων υπαλλήλων.
Κανείς (ή σχεδόν κανείς) δεν θα σου ζητήσει χρήματα για να προωθήσει:
– την ιδέα σου,
– την αίτησή σου,
– το βιογραφικό σου.
Κανείς δε θα σου ζητήσει αντάλλαγμα.
Και πολλά ακόμα όπως:
– αναγνώριση της προσπάθειας,
– παροχή ίσων ευκαιριών,
– λιγότερα κρούσματα νεποτισμού, οικογενειοκρατίας και αναξιοκρατίας,
– πολύ καλές υποδομές σε βασικούς τομείς, όπως υγεία και παιδεία,
– εμπιστοσύνη του κράτους στον πολίτη και του πολίτη στο κράτος,
– μειωμένη ύπαρξη παραοικονομίας,
– ίση εφαρμογή του νόμου για όλους.
Αμάν πια με το Λουξεμβούργο, “Δεν είναι τέλειο“, σκέφτομαι όσο γράφω. Όχι δεν είναι. Δεν υπάρχει τελειότητα. Αλλά υπάρχει προσπάθεια βελτίωσης σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο. Αν ενστερνιστεί αυτή την ανάγκη βελτίωσης σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο ο Έλληνας, τότε μπορεί να διαπρέψει εξίσου. Και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Όλα είναι θέμα απόφασης και πράξης.
Γράφει η Έλφη Κουφογιώργου