Ξυπνάω μουδιασμένη το πρωί, όπως ένα παιδί που θέλει σαν τρελό να πάει εκδρομή, αλλά φοβάται πως στο τέλος ο καιρός θα του τα χαλάσει. Έχει φύγει για τη δουλειά, ίσως και να με φίλησε πριν φύγει, ίσως κι όχι, αλλά, ακόμη κι αν με φίλησε, το φιλί δεν ήταν τόσο ζωηρό, ώστε να με βγάλει από τον ύπνο. Τα παιδιά έχουν φύγει κι αυτά, η κουζίνα μυρίζει καψαλισμένο τοστ, έχουν μεγαλώσει πια, ξυπνούν μόνα τους και κάνουν πρωινό πριν το σχολείο, ίσως και να με φίλησαν πριν φύγουν, ίσως και όχι, αλλά σίγουρα το φιλί τους δε θα ήταν τόσο ζωηρό, ώστε να με βγάλει από τον ύπνο.
Τριγυρίζω στο σπίτι συμμαζεύοντας, μία κάλτσα στα άπλυτα, ένα πιάτο στο πλυντήριο, λίγο καθάρισμα στον νιπτήρα του μπάνιου, και καθώς ανασηκώνω τα μάτια και βλέπω στον καθρέπτη το είδωλό μου, βεβαιώνομαι πως κανείς από τους τρεις τους δε με φίλησε, ούτε ο πατέρας, ούτε τα παιδιά, γιατί το πρόσωπο έχει την αγριάδα ενός προσώπου που έχουν καιρό να το φιλήσουν.
Ανοίγω τη σιδερώστρα να πατήσω μερικά ρούχα και για λίγο σκέφτομαι να φρεσκάρω και το γαλάζιο φόρεμα. Ίσως βγούμε το βράδυ, ίσως να μου κάνει έκπληξη, επέτειο έχουμε, ίσως να έχει κάνει κράτηση σε κάποιο εστιατόριο. Ίσως γι’ αυτό να μην με φίλησε κανείς από τους τρεις τους το πρωί, να νιώσω τώρα απογοήτευση, να γίνει πιο ισχυρή η έκπληξη το βράδυ. Θα είναι στο κόλπο και οι τρεις, θα τα ‘χουν οργανώσει όλα. Θα παίξω το παιχνίδι τους, θα κάνω την ανήξερη. Θα έχω έτοιμο, σιδερωμένο, το φόρεμα. Θα φτιάξω και τα μαλλιά μου. Όχι πολύ φτιάξιμο, μην φανεί πως κατάλαβα, ένα σουλούπωμα ανέμελο, τάχα της τελευταίας στιγμής.
Το δώρο του το έχω έτοιμο, εδώ και μέρες. Το έχω κρύψει πάνω ψηλά στο ράφι του μπάνιου, κάτω από τις πετσέτες να μην το βρει. Κι έχω κρύψει και σημείωμα ανάμεσα, έχω αντιγράψει λέξη- λέξη τα λόγια που χρησιμοποίησε, όταν μου ζήτησε να παντρευτούμε. Κι όταν μου πει να βγούμε, θα κάνω την έκπληκτη και, μετά θα του πω: «Πιάσε μου μία πετσέτα από τις μαλακές που είναι ψηλά» κάπως ξερά, κάπως βαριεστημένα, να του ‘ ρθει η έκπληξη κατακέφαλα, να ‘ ναι το ξάφνιασμά του πιο δυνατό μετά, χα, χα, τι πλάκα θα πάθει…
Τα παιδιά γυρίζουν και κάνουν πως δεν προσέχουν τίποτα, ούτε τις φρέζιες, ούτε τα φρύδια, είναι σίγουρα στο κόλπο κι αυτά, φως φανάρι.
Σιδερώνω το φόρεμα και το κρύβω στην ντουλάπα, βγάζω τα φρύδια μου να γίνουν καμπυλωτά, έτσι όπως του αρέσουν’ θυμάμαι που μου ‘ λεγε παλιά: « Τι όμορφα καμπυλωτά είναι τα φρύδια σου, πόσο θηλυκά, φτυστή η Μόνα Λίζα..» Έχω αφεθεί και εγώ, ούτε τα φρύδια μου δεν βγάζω, ένα κραγιόν και έξω από την πόρτα, αλλά οι άντρες τα προσέχουν αυτά, το λένε και τα περιοδικά, όλα τα προσέχουν κι ας κάνουν πως δεν προσέχουν τίποτα.
Τρέχω με τις παντόφλες στο ανθοπωλείο και αγοράζω φρέζιες, και τις σπέρνω σε όλα τα βάζα στο σπίτι, γιατί κι αυτός θα θυμάται πως με φρέζιες μου είχε ζητήσει να με παντρευτεί, όπως κι εγώ θυμάμαι πως τότε είχα σκεφτεί πόσο ξεχωριστός ήταν στις επιλογές του, ούτε τριαντάφυλλα, ούτε κρίνους, ούτε ορχιδέες. Φρέζιες. Ταπεινές στην εμφάνιση, αλλά τόσο αφόρητα γλυκιές στη μυρωδιά…
Διαβάστε τη συνέχεια στην επόμενη σελίδα