Οι εξετάσεις αίματος και ούρων έγιναν και επειδή θα ήταν έτοιμες το πρωί (διότι ήταν τοξικολογικές και ήθελαν κάποιο χρόνο) μας κράτησαν μέσα.
Την επόμενη το πρωί μας ανακοίνωσαν ότι οι εξετάσεις βγήκαν θετικές, είχε γίνει χρήση κάνναβης και θα μας έβλεπε άμεσα ένας παιδοψυχολόγος.
Δεν ήθελα να φωνάξω, ούτε να μαλώσω το παιδί μου.
Ήθελα μόνο να μάθω γιατί; Ήθελα να δω τι έκανα λάθος, τι πήγε στραβά; Τι νόμιζα ότι έκανα σωστά; Μήπως δεν ήμουν αρκετή; Μήπως δεν ήμουν εκεί όταν χρειαζόταν; Τι παρέλειψα;
Η μικρή καθόταν ζαρωμένη στο κρεβάτι της. Δίπλα μας ήταν ένα ζευγάρι με ένα μικρό κοριτσάκι που κόντεψε να πνιγεί με την τροφή του. Ύστερα από τις απαραίτητες συστάσεις και τα περαστικά στο μικρό τους με η μητέρα με ρώτησε “εσείς γιατί είστε εδώ;”… Πάγωσα, δεν ήξερα τι να πω. Ντράπηκα. Για μένα. Για την εντύπωση που θα έδινα σε αυτή τη μάνα. Απαράδεκτες σκέψεις αλλά αυτές πέρασαν από το μυαλό μου. “Για χρήση ουσιών” είπα και κοίταξα το πάτωμα. Αυτή η άγνωστη γυναίκα μου έπιασε το μπράτσο και κοιτώντας με γλυκά μου είπε “συμβαίνουν αυτά, όλα θα πάνε καλά”.
Το ίδιο πρωινό ήρθαν οι ψυχολόγοι. Δυο γυναίκες.
Με κοίταξαν εξεταστικά και ένιωθα σαν να μου έλεγαν, “σκατά τα έκανες, έτσι;”. Μου μίλησαν ευγενικά και τυπικά, με ρώτησαν για το συμβάν, αν είναι η πρώτη φορά. “Η πρώτη είναι…υποθέτω. Δεν έχει πέσει ξανά στην αντίληψή μου κάτι τέτοιο”, απάντησα. Μετά μου ζήτησαν να περάσω έξω και έμειναν με τη μικρή για αρκετή ώρα. Όταν βγήκαν με φώναξαν λέγοντάς μου ότι η μικρή θα χρειαστεί παρακολούθηση από ψυχολόγους όπως κι εγώ φυσικά και ο πατέρας της που εκείνες τις μέρες ήταν εκτός Ελλάδας.
Μείναμε 4 μέρες στο νοσοκομείο. Μίλησα για πολύ με τις ψυχολόγους, κατ΄ιδίαν. Μιλήσαμε για τη σχέση μου μαζί της. “Μας είπε ότι η σχέση σας είναι καλή” μου είπαν, απλά πολλές φορές την πιέζετε, είστε αυστηρή και φοβάται να σας λέει μερικά πράγματα γιατί ξέρει τις συνέπειες”. “Είναι η εφηβεία” μου είπαν. “Έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση” μου ανέφεραν. Το κεφάλι μου βούιζε.
“Νόμιζα ότι ήμασταν φίλες” είπα, “ότι λέγαμε τα πάντα”, “μια τέτοια σχέση είχαμε”. Ένα παιδί πάντα κρατάει πράγματα για τον εαυτό του, μου απάντησαν.
Στην εφηβεία, εκμυστηρεύεται τα πάντα στους φίλους του, τους ομοίους του δηλαδή, όχι σε εσάς. “Προσέξτε περισσότερο τις παρέες της” μου είπαν. “Μα τα ξέρω τα περισσότερα παιδιά” ψέλλισα “και είναι καλά”… “Γνωρίστε και τα υπόλοιπα” μου είπαν “και να τα φέρνετε στο σπίτι, να τα ζείτε όσο μπορείτε”.
Ένα χρόνο μετά, όλα δείχνουν πως όλο αυτό το αφήσαμε πίσω μας. Οι συνεδρίες με τους ψυχολόγους διήρκεσαν 10 μήνες, συνοδεία υποχρεωτικών τοξικολογικών εξετάσεων που γίνονταν μια φορά την εβδομάδα προληπτικά. Καμία εξέταση δεν ξαναβγήκε θετική. Το παιδί μου αρνήθηκε να μιλήσουμε για αυτό ξανά, ήθελε το χρόνο της και τον θέλει ακόμα. Το συζητούσε μόνο με τους ειδικούς. Εκεί ένιωθε ασφάλεια και άνετα και οφείλαμε να το δεχτούμε.
Πήρα αμέτρητα μαθήματα από αυτή την ιστορία. Τα πιο σημαντικά είναι ότι ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος ότι το παιδί σου στα λέει όλα. Μάλλον θα πρέπει να είσαι σίγουρος ότι δεν στα λέει όλα, και αυτό θα πρέπει να είναι το μότο σου από δω και πέρα. Έμαθα πως όσα πράγματα κι αν κάνεις σωστά, πάντα θα σου ξεφύγουν άλλα τόσα που δεν μπορείς να προβλέψεις ποτέ πώς θα διαχειριστεί το παιδί σου. Και τέλος, ότι μόνο με αγάπη, υπομονή και αποδοχή πας μπροστά. Κλισέ το νόμιζα κι εγώ, αλλά δεν είναι. Έτσι καταφέραμε να πάμε παρακάτω και οι τρεις μας και μόνο έτσι αυτή η περιπέτεια δεν έμεινε μια σκοτεινή σελίδα στο γονεϊκό μας ταξίδι, αλλά ορόσημο για τη συνέχεια της ζωής μας.
Γράφει η Βασιλική.
Διαβάστε επίσης:
Γιατί η αριστεία δεν είναι το πιο σημαντικό εφόδιο προόδου για τα παιδιά μας