Είχαμε την ρουτίνα μας, γκρινιάζαμε και μουρμουράγαμε, Πάλι Δευτέρα σήμερα, ξυπνάγαμε τα παιδιά για το σχολείο “Ξύπνα, θα αργήσουμε πάλι” αυτό το πάλι που τσιτώνει τα παιδιά μας, διότι είναι μια κατηγόρια, όπως και να το κάνουμε, αυτό το πάλι που για πολλά χρόνια δεν συνέβη ποτέ. “Δεν θα πάω την πρώτη ώρα” απαντούσαν, και το νευρικό μας σύστημα πάθαινε ηλεκτροπληξία, “Δεν αντέχουμε”, τους λέγαμε, “Κανένας εδώ μέσα δεν με καταλαβαίνει, θα σηκωθώ να φύγω και δεν θα ξέρετε που πάω, θα με ψάχνετε”, και άλλα τέτοια, “Μας ζάλισες πρωί πρωί“, ακουγόταν η αγανακτισμένη απάντηση αντίδρασης από το εφηβικό δωμάτιο.
Είχαμε την ρουτίνα μας, πηγαίναμε στις δουλειές μας, τρικυμία εν κρανίω για την κίνηση στους δρόμους ή πήχτρα τα λεωφορεία και τα τρόλεϊ, για το μετρό ούτε συζήτηση, αγκαλιαζόμασταν, χωρίς να το καταλάβουμε, με τον διπλανό μας, πάντα απορούσα γιατί δεν έχουμε ακούσει για κάποιον μεγάλο έρωτα που να γεννήθηκε σε ένα βαγόνι, “Κυρία μου, ωραίο άρωμα φοράτε” τόσο κολλητά σου ψιθύριζαν στο αυτί, χωρίς καν να χρειάζεται να σκύψουν. “Έλεος πια αυτό το στριμωξίδι“. Στην δουλειά μέσα στα νεύρα, όλοι μας έφταιγαν, καταραμένη ανάγκη, άντε να τελειώνουμε, να γυρίσουμε, επιτέλους, σπίτι μας.
Αλλά και στο σπίτι μας, άλλο ματσάκι προβλεπόταν.
Παιδιά να γυρνάνε από το σχολείο, να φωνάζουν, να λένε μόνο “ίουου” για τις φακές που έβλεπαν στην κατσαρόλα, πολύ της μόδας αυτό το “ίουου“, αγώνας δρόμου για γήπεδα ποδοσφαίρου, κλειστά γυμναστήρια για προπόνηση βόλεϊ, στο ενδιάμεσο να έβλεπες και καμία φίλη για ένα γρήγορο καφέ, λίγο κουτσομπολιό, περισσότερη γκρίνια για τον άντρα που, μάλλον εσκεμμένα, αργούσε να γυρίσει από την δουλειά για να γλιτώσει δρομολόγιο παιδιών, εδώ που τα λέμε, είναι κομματάκι ζόρικη αυτή η ιστορία, σφαίρα επιστροφή, οι δουλειές έτρεχαν, πηγαίναμε και λίγο γυμναστήριο, τι στο καλό, καλοκαίρι έρχεται, βγάζαμε και τον σκύλο βόλτα, “Άντε ακόμα να κάνεις την ανάγκη σου, βιαζόμαστε“.
Και τρέχαμε και τρέχαμε, “Ζακέτα να πάρεις” λέγαμε στα παιδιά που, ξαφνικά, κατά τις έντεκα το βράδυ, έβγαιναν για να συναντήσουν φίλους, και με την ευκαιρία αυτή, μαζευόμασταν εμείς οι μεγάλοι να πιούμε ένα ποτήρι κρασί, και να τονίσουμε θυμωμένα, ότι αυτή ήταν η τελευταία φορά που τα αφήναμε να βγουν τόσο αργά, κοιταζόμασταν στα μάτια με νόημα και ξέραμε ότι πάλι και πάλι και πάλι θα ξαναβγούν … ακόμα πιο αργά.
Και τα σχολεία, και τα γήπεδα γεμάτα, και δεν προλαβαίναμε να είμαστε παντού.
Και όταν ανακουφισμένοι επιστρέφαμε, βουλιάζαμε στον καναπέ “Ουφ, μακάρι να μην σηκωνόμουν για κάνα μήνα από εδώ“, αλλά που τέτοια τύχη, και πάλι Δευτέρα, και πάλι Σάββατο, και πάλι Δευτέρα και γκρίνια, γκρίνια, μούτρα, μούτρα, “Παράτα μας σου λέω, άσε μας” όταν έλεγες “Πλύνε τα χέρια σου πριν κάτσεις στο τραπέζι” κλισέ παλαιών αρχών, βλέμματα τριγύρω, “Α, καλαααά” άκουγες, και μετά εσύ στενοχώρια, για τα καμάρια που ήταν κολλημένα στο internet, άλλης γενιάς αυτά, παιδιά της τεχνολογίας από κούνια, και οι απειλές βροχή “Θα κόψουμε την σύνδεση, θα κρύψουμε το ρούτερ” και κάπως έτσι έκλειναν οι σύντομες επικοινωνίες-συνομιλίες μας, η σχέση μας σε 4G ταχύτητα.
Τα παιδιά τα μεγάλα αλλού, εμείς αλλού, τα κινητά σκουλαρίκια στα αφτιά και δίναμε οδηγίες, “Μην ξενυχτάς“, “Να τρως, να στύβεις και κανά πορτοκαλί να πίνεις” ας όψεται που ζούμε μακριά εμείς οι μανούλες, “Στην άδειά μου θα έρθω να σε περιποιηθώ παιδάκι μου” έλεγες με προσμονή, “Μην τολμήσεις” έτρωγες στα μούτρα.
Και οι ζωές μας οργανωμένες, κυλούσαν μέσα σε μια ρουτίνα τρέλας, ωραίας τρέλας, άγχους, δημιουργικό όμως, αγοράσαμε σπίτια, μεγάλα σπίτια για να μας χωράνε, που τελικά ποτέ δεν μας χώρεσαν, βεράντες που ποτέ δεν φωταγωγήθηκαν, με ωραία έπιπλα και μεγάλες τραπεζαρίες, που ποτέ δεν γέμισαν, όμως είχαμε για κάθε περίπτωση, ευτυχώς που, που και που οι έφηβοι και οι έφηβες χρησιμοποιούσαν τα μαξιλάρια της βεράντας, βόλευε εξάλλου για να ακούν και το μηχανάκι του κυρίου που θα έφερνε την παραγγελία του πρόχειρου φαγητού.
Και στα σπίτια τα υπέροχα, γιατί το σπίτι του καθενός είναι το πιο υπέροχο, δεν μάθαμε να ζούμε.
Να τα ζούμε, να τους δώσουμε πνοή, ζωντάνια, φως. “Σαν ξενοδοχείο” το είδαμε με τους αλλόκοτους ρυθμούς, ανοίγαμε-κλείναμε την πόρτα, “Α, εδώ είσαι; Γύρισες;” και τα σημειωματάκια στο ψυγείο δελτία τύπου. Τα sms και τα messenger έγιναν οι σχέσεις μας, “Που στέλνεις πάλι;” μάλλον με απατά, αλλά άστο, δεν προλαβαίνω να ασχοληθώ, έχω τόσα να κάνω, ούτε στον καθρέφτη δεν κοιταχτήκαμε.
“Κλείσε τώρα μαμά, βιάζομαι, οδηγώ. Θα πάρω εγώ” λέγαμε στους γονείς μας, στον παππού και στην γιαγιά των παιδιών μας. Και ποτέ δεν παίρναμε τηλέφωνο, έκαναν ότι είχαν να κάνουν, τώρα δεν περισσεύει χρόνος να ασχοληθούμε με τους “γέρους”.
Ούτε κουβέντα, βέβαια, δεν στρώσαμε το τραπέζι ούτε μια Κυριακή σαν οικογένεια, είχαμε να πάμε στον Σχοινιά για σερφ ή έπρεπε, επειγόντως, να φύγουμε για την Αίγινα, και μπαίναμε στα καράβια, και φεύγαμε, και φεύγαμε από όλους, από παιδιά, από γονείς, από το ωραίο σπίτι, με την εντοιχισμένη κουζίνα, και χάναμε, χάναμε στιγμές, αναμνήσεις και τι μένει στο τέλος, κάτι να σκεφτείς, ένα κοφτό λευκό κολλαριστό τραπεζομάντηλο κάποιας Κυριακής, μια πασχαλινή λαμπάδα που το άγιο φως έσβηνε από το αεράκι, “Έσβησε, άναψέ μου την πάλι“, η παρέλαση και ο παράφωνος ήχος των μαθητικών τυμπάνων, το δάκρυ του παππού, όταν άκουσε το όνομά του στα βαφτίσια, η πρώτη αποτρίχωση της μικρής “Θα πονάει μαμά;” και η επιστροφή στην αρχή.
Εκεί που ρίχναμε γρήγορα βλέμματα, αν βάλαμε συναγερμό πριν κλείσουμε την πόρτα. Μην μας κλέψουν. Τι; Τι;
Γράφει η Τζώρτζια Βρεττού
*Το τελευταίο βιβλίο της Τζώρτζια Βρεττού, «Όταν η σαμπάνια ξεχειλίζει» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Όστρια