Ένας μήνας. Ένας χρόνος. Δύο. Τρεις.
Καμιά φορά ψάχνω στο τηλέφωνο το νούμερό σου.
Καμιά φορά σηκώνω το τηλέφωνο νομίζοντας ότι είσαι εσύ.
Καμιά φορά περπατάω κάτω από το σπίτι σου και κοιτάω ψηλά, στο μπαλκόνι, να δω αν με περιμένεις όπως τότε. Καμιά φορά στέκομαι στο μπαλκόνι περιμένοντας να σε δω.
Καμιά φορά μου λείπουν τα γεμιστά σου.
Καμιά φορά θέλω να σου μιλήσω για να μου πεις πως βράζουν τα μακαρόνια.
Καμιά φορά περιμένω να σε δω να κάθεσαι στην καφετέρια στην πλατεία πίνοντας ουίσκι με πάγο και μπόλικο νερό. Καμιά φορά βγαίνω έξω και πίνω ουίσκι με πάγο και μπόλικο νερό.
Καμιά φορά περνάω έξω από την τράπεζα και θέλω να μπω μέσα, να καθίσω στο γραφείο σου και να μου παραγγείλεις τυρόπιτα και χυμό.
Καμιά φορά κάθομαι στο γραφείο και παραγγέλνω τυρόπιτα και χυμό.
Καμιά φορά περιμένω στην πόρτα για να σε βοηθήσω με τις σακούλες από το σουπερμάρκετ.
Καμιά φορά δεν μπορώ να σηκώσω τις σακούλες από το σουπερμάρκετ.
Καμιά φορά σε θυμάμαι να γελάς. Καμιά φορά γελάω.
Καμιά φορά κάθομαι στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και περιμένω να σε δω να καθίσεις μπροστά για να σου πω να αλλάξεις τον σταθμό στο ραδιόφωνο.
Καμιά φορά αλλάζω συνέχεια σταθμούς στο ραδιόφωνο σε όλη την διαδρομή.
Καμιά φορά μου λείπεις. Καμιά φορά μου λείπεις.
Καμιά φορά κοιτούν τις φωτογραφίες σου και μου λένε ότι μοιάζουμε.
Καμιά φορά τα μάτια μου κλαίνε όπως και τα δικά σου.
Δεν περνάω από την Αλεξάνδρας ποτέ, το ξέρεις; Κι ύστερα όλη αυτή η Κυψέλη που σε πήρε κι έμεινα εγώ στην Κεφαλληνίας να ιδρώνω, Νοέμβρη μήνα, μέχρι να φτάσω στο αυτοκίνητο. Στην Πατησίων δεν στρίβω ποτέ στην εστία.
Δρόμοι ολόκληροι έχουν χαθεί από τον χάρτη. Αναγκάζομαι να κάνω κύκλους στην Αθήνα για να μην ξυπνήσουν οι φωτογραφίες και με τρακάρουν.
Δεν είναι που σε θυμήθηκα απόψε. Είναι που ακόμα με κουβαλάς μέσα σου.