Στη γωνία του σπιτιού μου – ένας καταυλισμός μού δίνει μαθήματα ευτυχίας

Θέλω καιρό να γράψω για αυτό αλλά διανύουμε μια περίοδο που ψάχνοντας να βρεις τις σωστές λέξεις να πεις πολίτικαλ κορέκτ κάτι, χάνεις την ουσία, ξεχνιέσαι και μετά δεν νιώθεις πια το ίδιο για αυτό που θες να γράψεις. Φοβάσαι να αποτυπώσεις στο χαρτί αυτό που νιώθεις, έτσι ακριβώς όπως το νιώθεις, γιατί κάποιος θα χαρακτηρίσει κάπως τα γραφόμενα σου αν δεν είναι σωστά τοποθετημένα κλπ. Κλείνει η παρένθεση και επανέρχομαι.

Στην γωνία του σπιτιού μου, ουσιαστικά γωνία του δρόμου που μένουμε με την πλησιέστερη λεωφόρο, έχει ένα μικρό, πολύχρωμο σπιτάκι. Μικρό και πολύχρωμο  όσο δεν φαντάζεσαι. Μένει μέσα μια οικογένεια τσιγγάνων. Το σπίτι πρέπει να είναι το πολύ 25 τμ, ένα παλιό προσφυγικό που το έχουν βάψει με δεκάδες διαφορετικά χρώματα εξωτερικά. Το σπίτι είναι τόσο μικρό ή οι ένοικοι τόσοι πολλοί (πότε δεν μπόρεσα να καταλάβω πόσα ακριβώς παιδιά έχουν/ ζουν εκεί μέσα) που όλα τα υπάρχοντα τους βρίσκονται σε ένα υποτυπώδη κήπο που έχει ολόγυρα το σπίτι, πρασιά θα το έλεγα πιότερο παρά κήπο. Μένουν σε αυτό το σπίτι, τουλάχιστον τα τελευταία τρία χρόνια και κάθε τόσο, ένα άλλο πιτσιρίκι, αρχίζει να μαθαίνει να περπατάει και ξεπετιέται  στους δρόμους και άλλη μια φουσκωμένη κοιλιά της μάνας, ξεπροβάλλει μέσα από το σπίτι.

Περνάμε κάθε πρωί από εκεί για να πάει το Λυδόνι -η κόρη μου- σχολείο. Βρέξει χιονίσει, όλο και κάποιο πιτσιρίκι θα πεταχτεί μέσα από το σπίτι και θα τρέξει στο πεζοδρόμιο ή θα σκαλίσει τον παρακείμενο κάδο απορριμμάτων. Ξυπόλυτο πάντα εννοείται. Βρώμικο επίσης. Και με ξασμένα από την βρώμα και τη φαγούρα  μαλλιά. Και με ρούχα που εκτός από άσχετα μεταξύ τους και άσχετα νούμερα με το σώμα που τα φοράει, δεν έχουν πλυθεί καθόλου τον τελευταίο χρόνο. Εμείς πάντα θα περιμένουμε να βγει (υπάρχουν πρωινά που δεν έχει βγει κανένα και βλέπω την αγωνία  μας), θα περιμένουμε να μας χαιρετίσει. Α ναι, εδώ  και ένα εξάμηνο, χαιρετιόμαστε. Έχει STOP ακριβώς μπροστά από το σπίτι τους οπότε υποχρεωτικά σταματώ με το αμάξι να ελέγξω. Ευτυχώς γιατί αλλιώς μπορεί να μην είχα προλάβει να γνωρίσω αυτά τα πλάσματα.

Τα βλέπω να τρέχουν πάνω κάτω στην λεωφόρο, να την διασχίζουν χωρίς καν να κοιτάξουν (το χωρίς παπούτσια, εξυπακούεται), να μαλώνουν, να κυλιόνται κάτω στα βρωμόνερα και να παίζουν ξύλο και χαζεύω λες και βλέπω την πιο ρομαντική ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου ξερωγώ. Ναι όπως το ακούς, ούτε λυπάμαι, ούτε φοβάμαι, ούτε νιώθω τύψεις… νιώθω ευτυχία όποτε βλέπω αυτές τις φάτσες. Όχι όμως για μένα και ποσό τυχερή είμαι που διαφέρω. Όχι. Νιώθω ευτυχία γιατί βλέπω ευτυχία στις φάτσες τους. Βλέπω κάτι πανέξυπνες, πανέμορφες και πανβρώμικες, ευτυχισμένες φάτσες. Και δεν έχω παρά να χαζεύω και να θαυμάζω.

Και μετά γυρνάω στο πίσω κάθισμα και βλέπω το Λυδόνι. Χαμογελά και εκείνη με τα καμώματα τους, τώρα χαιρετάει την πιο μικρή, μια απίθανη τσαχπίνα με τρελά, ξασμένα κοτσίδια. Την χαιρετάει και της χαμογελά και εκείνη, της λείπει ένα δόντι… είναι πανέμορφη. Στην υπόλοιπη διαδρομή μέχρι να φτάσουμε στο σχολείο, το μόνο που έχω μέσα στο μυαλό μου είναι εκείνες τις φάτσες. Κάθε μέρα, αυτές οι φάτσες μου κάνουν την ίδια ερώτηση: φαίνεται στην φάτσα σου η ίδια ευτυχία; Έχεις κοιτάξει; Κάθε μέρα είναι ίδια η απάντηση; Όχι, έχω πολλά προβλήματα. Κάθε μέρα, αυτά τα μικρά, με μόνη τους περιουσία στην κυριολεξία το βρακί που φοράνε, μου τρίβουν στα μούτρα τα χιλιάδες «βρακιά» που έχω ποθήσει να αποκτήσω στην ζωή μου και που θεωρούσα πως έφερναν την ευτυχία και τελικά, τώρα στα πίσω πίσω , ανακάλυψα πως δεν την φέρνουν. Τα όσα ανώφελα, ανούσια και χλιαρά ,είχα ονομάσει σπουδαία και ευτυχισμένη ζωή και τώρα τα βλέπω να με κατηγορούν για την κατάσταση που βιώνουμε  τα τελευταία χρόνια. Πόσα  βράδια, ξοδεμένα στο τίποτα και που ποτέ δεν μου έφεραν ούτε στο ελάχιστο, την ευτυχία που βλέπω σε αυτά τα μούτρα όταν ξεπροβάλλουν μέσα από τον κάδο των σκουπιδιών.

Ξέρω τι θα μου πεις, ζουν σε μια ουτοπία, σε μια ζωή χωρίς σκοπό, χωρίς σχέδιο, τις περισσότερες φορές χωρίς μέλλον ασφαλές και σίγουρο. Ναι το ξέρω, τα είχα όλα αυτά, τα ξέρω…όμως ξέρεις κάτι; Αυτή τη στιγμή, αυτά τα τσιγγανάκια και εγώ, είμαστε τελικά στον ίδιο παρανομαστή: ζούμε σε μια ουτοπία, σε μια ζωή χωρίς σκοπό, χωρίς σχέδιο και τις περισσότερες φορές και χωρίς μέλλον ασφαλές και σίγουρο. Απλά για μένα και λυπάμαι και φοβάμαι και νιώθω τύψεις.

Προχθές σταματήσαμε να τους δώσουμε  παιχνίδια και ρούχα του Λυδονιού, μας  έδωσαν ένα μήλο για ευχαριστώ. Θεώρησα πως ήταν από τον παράδεισο τους. Αλλά χωρίς το φίδι.

mamasdoanddonts

Διαβάστε επίσης:
Μια ιστορία από το Αφγανιστάν – για ένα χαρτί και ένα μολύβι

Ακολούθησε το TheMamagers στο Instagram

Διαβάστε περισσότερα

Best of network