Η ιστορία που θα σας διηγηθώ είναι αληθινή. Ένα Σάββατο απόγευμα, έρχεται ο μεγαλύτερος μου γιος με μία πρόσκληση για παιδικό πάρτι στα χέρια.
«Μπαμπά ξέχασα να σου πω πως σήμερα πρέπει να με πας σε αυτό το παιδικό πάρτι» είπε.
Τον κοίταξα κεραυνοβολημένος. Έπινα καφέ χαλαρώνοντας, μετά από τα συνηθισμένα δρομολόγια του Σαββάτου: είχα πάει σούπερ-μάρκετ, είχα πάει και είχα φέρει τους μικρούς από το κολυμβητήριο, είχα πάει στο κρεοπωλείο, είχα πάει να δω τη μάνα μου -όπως κάνω κάθε Σάββατο- και ονειρευόμουν πια να ξεκουραστώ μπροστά στην TV τρώγοντας την τυρόπιτα που έψηνε η γυναίκα μου. Κοίταξα με τρόμο την πρόσκληση. Η ώρα ήταν ήδη έξι και το πάρτι άρχιζε στις επτά. Και μάλιστα γινόταν στην άλλη άκρη της Αθήνας, στην Εκάλη!
«Η μητέρα σου το ξέρει;» τον ρώτησα αυστηρά. «Έχει προλάβει να αγοράσει δώρο;».
Ο μικρός μαζεύτηκε:
«Ξέχασα να της το πω».
Χαλάρωσα πάλι πίσω στον καναπέ και είπα ανακουφισμένος:
«Τότε δε θα πάμε. Είναι καιρός να μάθεις να είσαι υπεύθυνος, οπότε ξεκίνησε από το να μας ενημερώνεις εγκαίρως για τα πάρτι!»
Ακολούθησαν φυσικά κλάματα και φασαρία. Βγήκε αλευρωμένη η γυναίκα μου από την κουζίνα και μου είπε:
«Ας τον πάμε, είναι κρίμα να χάσει τέτοιο πάρτι, μου είπε πως θα είναι πάρτι περιπέτειας, με σχοινιά, σκοποβολή και τοξοβολία».
Αντιστάθηκα:
«Αφού δεν έχουμε δώρο…»
«Μπαμπάκα, θα δώσω εγώ από το χαρτζιλίκι μου στον φίλο μου χρήματα να αγοράσει ό,τι θέλει…» με καλόπιασε ο μικρός.
Να μην σας τα πολυλογώ. Ενέδωσα. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο όπως ήμασταν κι αρχίσαμε να τρέχουμε. Μένουμε Γλυφάδα και έπρεπε να διασχίσουμε όλη την πόλη για να φτάσουμε στο πολυπόθητο παιδικό πάρτι. Δεν είχαμε καν προλάβει να ντυθούμε. Εγώ φορούσα φόρμες και η γυναίκα μου μόλις που είχε προλάβει να βγάλει την ποδιά της κουζίνας.
Ο μικρότερος μας γιος γκρίνιαζε στο πίσω κάθισμα:
«Εγώ τι θα κάνω; Θα βαριέμαι…».
Φόρτωνα όλο και περισσότερο αλλά έσφιγγα τα δόντια. Τι να ‘κανα;
Φτάσαμε τελικά στη διεύθυνση. Ένα σπίτι σαν τούρτα μας περίμενε, φωταγωγημένο και λαμπερό. Έξω στον τεράστιο κήπο είχαν στηθεί γέφυρες, παιχνίδια, σχοινένιες σκάλες για αναρρίχηση και διάφορα άλλα ευφάνταστα. Τα μάτια του μικρού μας γυάλισαν από την ευχαρίστηση.
Τον παρέδωσα στην οικοδέσποινα -τη μητέρα του μικρού που έδινε το πάρτι, δηλαδή- με κάποια αμηχανία και απολογήθηκα:
«Μας το είπε τελευταία στιγμή πως έχετε πάρτι…»
Την ίδια στιγμή ο γιος μου της παρέδωσε έναν πολύχρωμο φάκελο: «Το δώρο του Γιάννη» είπε περήφανα.
Εκείνη χαμογέλασε και μου είπε:
«Το πάρτι τελειώνει στις 11μμ», οπότε άφησα τον μικρό και γύρισα στο αυτοκίνητο.
Αναγκαστήκαμε να πάμε τον άλλο μας γιο σε έναν παιδότοπο, ώστε να ροκανίσουμε τις ώρες που απέμεναν ως τις έντεκα. Ήμουν ψόφιος, το ίδιο και η γυναίκα μου, και σχεδόν γέρναμε πάνω στα τραπεζάκια του παιδότοπου, ενώ ο μικρός λυσσούσε στα παιχνίδια.
Έφτασε τελικά η ώρα να πάμε να πάρουμε τον μεγάλο. Έφτασα ξανά στην φαντασμαγορική αυλή του φαντασμαγορικού σπιτιού και ζήτησα από την οικοδέσποινα τον γιο.
«Αχ, παίζουν ακόμη τόσο ωραία» είπε εκείνη.
«Πρέπει να τον πάρω και να φύγουμε» είπα σθεναρά. «Η γυναίκα μου και ο άλλος μου γιος περιμένουν στο αυτοκίνητο και θέλουμε δρόμο ώσπου να φτάσουμε σπίτι…»
«Δεν της λέτε να έρθει κι εκείνη να σας προσφέρουμε ένα ποτό;» είπε ευγενικά εκείνη.
Τι να ‘κανα; Πήγα στο αυτοκίνητο και έφερα γυναίκα και παιδί στο πάρτι. Για να είμαι σύντομος θα σας πω πως περάσαμε καταπληκτικά. Γνωρίσαμε και τον μπαμπά του παιδιού και αρχίσαμε τα ουισκάκια, τις πολιτικές αναλύσεις και τα αθλητικά. Φυσικά ήμασταν εντελώς ακατάλληλα ντυμένοι για επίσκεψη αλλά οι οικοδεσπότες κάνανε σαν να μην το πρόσεξαν. Η συζήτηση ήρθε και στις δουλειές μας.
Διατηρώ μια εξαιρετικά επιτυχημένη επιχείρηση, όπως και η γυναίκα μου.
Είμαστε αυτό που λέμε: «ευκατάστατοι». Ίσως κάτι παραπάνω από ευκατάστατοι. Όπως άλλωστε και οι οικοδεσπότες. Αρχίσαμε να μιλάμε για τις δουλειές μας, για την καταγωγή μας, για τα ταξίδια μας και για το ιδιωτικό των παιδιών. Εμείς με τη γυναίκα μου ξεκινήσαμε από ένα χωριό της Κρήτης, ενώ ο μπαμπάς του παιδιού από ένα χωριουδάκι της Ευρυτανίας. Είχε καταφέρει μόνος και με πολλή δουλειά να χτίσει μία πολύ πετυχημένη επιχείρηση. Οι αναλογίες μας πολλές λοιπόν… Αυτοδημιούργητοι και οι δυο, απλά παιδιά, από χωριό…
Φύγαμε αργά το βράδυ και στο αυτοκίνητο ήμουν ενθουσιασμένος. Η γυναίκα μου ήταν σκεφτική, όταν της εξέφρασα την ελπίδα μου να συνεχιστεί αυτή μας η γνωριμία με νέες συναντήσεις.
«Μα δεν πρόσεξες πως κοιτούσαν αρχικά τα ρούχα μας;» μου είπε. «Με αποτροπιασμό…»
«Τι είναι αυτά που λες;» της είπα εύθυμα. «Τα ρούχα και τα αυτοκίνητα δεν κάνουν τον παπά. Εξάλλου φάνηκε τελικά πως είναι σαν εμάς, γειωμένοι στην πραγματικότητα. Δεν ‘το παίζουν’ ευκατάστατοι. Δεν έχουν ξεχάσει από πού προέρχονται…»
Η γυναίκα μου, όμως, γύρισε και ρώτησε τον μικρό που λαγοκοιμόταν στο πίσω κάθισμα:
«Γιώργο μου, πόσα χρήματα έβαλες στο φάκελο για τον Γιάννη;»
Ο μικρός είπε με καμάρι:
«Δεκατέσσερα ευρώ!»
Η γυναίκα μου είπε προφητικά:
«Να δεις που αυτά τα 14 ευρώ θα γίνουν θέμα…».
Γέλασα και δεν τις έδωσα σημασία. Έτσι είναι οι γυναίκες, καχύποπτες.
Την Δευτέρα το βράδυ όμως ήρθε ο Γιωργάκης και μας είπε:
«Με ρώτησε ο Γιάννης σήμερα στο σχολείο αν ΕΣΕΙΣ ξέρατε πόσα χρήματα είχε ο φάκελος μου …»
Η γυναίκα μου τότε με κοίταξε χαμογελώντας ειρωνικά.
Όταν ο μικρός γύρισε στο δωμάτιό του μου είπε:
«Είδες που κατάλαβα πως είναι φαντασμένοι και νεόπλουτοι; Μπορείς να βγάλεις από ένα χωριό ένα αγόρι, αλλά δεν μπορείς πάντα να βγάλεις το χωριό από το αγόρι» μου πέταξε την παροιμία και πήγε να βάλει τα πιάτα στο πλυντήριο…
Διαβάστε ακόμα:
Πατέρας, μόνος, ανάμεσα σε μαμάδες σε παιδικό πάρτι – βοήθεια!