Θέλεις να γελάω. Όλες οι ευχές του κόσμου χωράνε στο βλέμμα σου. Αγχώνεσαι και δαγκώνεις συνεχώς τα χείλη σου. Ιδρώνουν οι παλάμες σου. Στα μάτια μου γυαλίζεις σαν μία ολοκαίνουρια Φεράρι που προτιμάει να παραμένει σκονισμένη στον παράδρομο για να χορεύει αυτό το τραγούδι μαζί μου.
Παραμονή Χριστουγέννων, χωρίς τραπέζια γιορτής, χωρίς σαμπάνιες.
Μόλις ξημερώσει θα με γυρίσεις πίσω στο σπίτι μου, αλλά στο δικό σου δεν θα φτάσεις ποτέ.
Ξαπλωμένοι στις πλαστικές καρέκλες, με τα δάχτυλα μπλεγμένα σε κόμπους κουβάρια και τους καφέδες ακουμπισμένους στο πάτωμα, μιλάμε για ώρες πολλές.
– Εγώ θα κάνω μόνο ταξίδια, μου λες και βλέπω στο ταβάνι της αίθουσας αναχωρήσεων/αφίξεων τον χάρτη του κόσμου, που έχεις κολλημένο στον τοίχο του δωματίου σου. Τον χάρτη που με πινέζες σημαδεύεις τους μελλοντικούς σου προορισμούς.
– Κούβα;
– Λες;
– Πάμε τώρα;
Γελάμε πολύ και είναι σαν να πήγαμε και να πετάξαμε την συγκεκριμένη πινέζα στο πάτωμα. Εγώ, όταν έπρεπε, τις έβγαλα όλες τις πινέζες σου και τις κράτησα μαζί με τον χάρτη σου διπλωμένο στο πάνω συρτάρι της ντουλάπας μου.
Κάθε χρόνο, την ίδια μέρα, στο ίδιο μέρος, αφήνω και από μία, για να μην νιώθεις πως έχεις εκκρεμότητες. Για να μπορείς να λες πως σε όλα τα μέρη σου έχεις πάει.
Από τότε λέω πάντα πως δεν ξέρω γεωγραφία. Λέω πάντα πως πρωτεύουσα της Αυστρίας είναι το Βουκουρέστι. Λέω πάντα πως δεν ξέρω ούτε κατά που πέφτει το Ναύπλιο.
Όλοι εμείς συνεχίσαμε τη ζωή μας κανονικά. Σπουδάσαμε, βρήκαμε δουλειά, ερωτευτήκαμε, κάναμε παιδιά, γεμίσαμε ενοχές, μετανιώσαμε, γελάσαμε, κλάψαμε, γεράσαμε, γερνάμε. Εσύ, πέταξες πάνω από όλα αυτά με την μηχανή σου και τα ταξίδια σου και κάθε φορά που σου στέλνω μία από εκείνες τις πινέζες, ξέρω πως ανοίγεις το γκάζι για την επόμενη λαχτάρα σου.
– Εσύ μόνο να γράφεις, μου λες. Εσύ να μην φοβηθείς ποτέ τίποτα. Εσύ να απλώνεις το χέρι και να διεκδικείς αυτό που θέλεις από το αδύνατο. Εσύ, που η ζωή φτιάχτηκε στα μέτρα σου. Εσύ που αξίζεις πιο πολλά από όσα θα νομίζεις κάθε φορά, εσύ, εσύ, εσύ…
Μιλούσες λες και ήθελες να προλάβεις να στριμώξεις μια ολόκληρη ζωή μέσα σε μια βραδιά. Εσύ, εσύ, εσύ…
– Και εσύ; σε ρωτάω και σου χαϊδεύω τα μαλλιά.
– Εγώ, θα είμαι πάντα δίπλα σου, έτοιμος να σε πηγαίνω με την μηχανή μου βόλτες στα αστέρια.
Κλείνω τα μάτια και ξημερώνει εκεί κλειδώνοντας μέσα μου μια ανάμνηση στην οποία θα γυρνάω πίσω για να ψάξω μόνο εγώ από τους δυο μας. Μια ανάμνηση λαμπερή που δεν θα προλάβεις να φορτώσεις στις δικές σου αποσκευές…
Ξυπνάει πρώτη η κόρη μου και με βρίσκει ακόμα με τα αθλητικά να φτιάχνω καφέ.
Πάντα τέτοια μέρα σε λευκό πλαστικό ποτήρι. Το ξέρει αυτό. Δεν με έχει ρωτήσει ποτέ όμως γιατί. Έχει γίνει ολόκληρη γυναίκα. Την κοιτάζω και την καμαρώνω.
Ξεκινάει μια μέρα γιορτινή. Γεμάτη. Μια μέρα που θα περάσει με φίλους, με δώρα, με μουσικές, με αγκαλιές, με ευχές, με ζωή. Μια μέρα που θα τελειώσει με την ίδια πάντα ερώτηση:
– Εσύ μαμά, τελικά, πιστεύεις στον Άγιο Βασίλη;
Και τότε εγώ, συνεπής σε μια συνήθεια που αναπνέει σιαμαία με την ζωή μου για χρόνια ολόκληρα, θα τρέξω στο παράθυρο. Θα κοιτάξω κάτω στον δρόμο θαμπώνοντας το τζάμι με την ανάσα μου, με την ίδια αγωνία πάντα να σε βρω εκεί, όπως ακριβώς εκείνη την παραμονή Χριστουγέννων του 1821, να με περιμένεις πάνω στην μηχανή σου με το κράνος μου στο χέρι, πιο όμορφο από ποτέ, για μια βόλτα μέχρι τα αστέρια.
Φοράω ξέρεις ακόμα εκείνο το μακό. Κάθε παραμονή Χριστουγέννων. Πάντα το ίδιο, όπου και αν πάω, ό,τι και αν κάνω.
Φοράω ακόμα εκείνο το μακό των Ramones, που είναι γεμάτο αστερόσκονη.
Το φοράω κάθε τέτοια νύχτα γεμάτη με αστέρια και μοιάζει τόσο διάφανο έτσι που αναπνέει μαζί με το δέρμα μου.