7 το πρωί σε ένα σπίτι που δεν ακούγεται κιχ.
Παραμονή Χριστουγέννων του σήμερα.
Τα παιδιά κοιμούνται. Δεν ανοίγω τα παράθυρα. Χαζεύω το αναμμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο.
8 και φοράω βιαστικά τα αθλητικά μου παπούτσια. Κλείνω την πόρτα μαλακά, να μην ξυπνήσει κανείς και βγαίνω για τρέξιμο.
Κρύο.
Τρέχω και η ανάσα μου παγώνει στην ατμόσφαιρα.
Αν θυμάμαι έντονα μία παραμονή Χριστουγέννων είναι εκείνη του 1821. Έτσι κοροϊδεύουν τα παιδιά μου όλα τα δικά μου που πέρασαν. Λένε πως «τα παλιά σου χρόνια ανήκουν στο 1821». Τα κοιτάζω κάθε φορά και γελάω με την καρδιά μου.
Τρέχω και ακούω την ανάσα μου πιο γρήγορη.
Όχι πως οι μετέπειτα παραμονές στην ζωή μου δεν ήταν άξιες λόγου αναφοράς, αλλά εκείνη η συγκεκριμένη μάζεψε επάνω της όλη την αστερόσκονη του κόσμου. Θα μου πεις, καλά και η πρώτη παραμονή Χριστουγέννων που κρατούσες τα παιδιά σου αγκαλιά; Όχι, η πρώτη παραμονή Χριστουγέννων που κρατούσα τα παιδιά μου αγκαλιά δεν συγκρίνεται με εκείνη του 1821.
Τρέχω πιο γρήγορα για να φύγω από εκεί που οι ενοχές φρακάρουν το μυαλό μου σε όσα «θα έπρεπε» να γυαλίζουν στις πεντάστερες στιγμές μου.
Οι πεντάστερες στιγμές μου…
…Είμαι έτοιμη από τις τέσσερις παρά το απόγευμα. Σε περιμένω. Έχω κολλήσει την μούρη μου στο παράθυρο και η ανάσα μου θαμπώνει το τζάμι. Στην κουζίνα η μάνα μου παλεύει με τα πάντα. Ο μπαμπάς διαλέγει την μουσική για το σημερινό ρεβεγιόν. Ακούω την μηχανή σου κάτω από το σπίτι μου και το στομάχι δένεται κόμπος. Κατεβαίνω όπως όπως τις σκάλες.
– Μην φύγεις αν δεν φτιάξεις το δωμάτιό σου. Να μην ανέβεις σε μηχανή. Να μην πιεις. Στις 8 να είσαι πίσω. Το μπουφάν σου μην ξεχάσεις. Που θα πας;
24 Δεκεμβρίου του 1821. Αχ μαμά… δεν γύρισα πίσω εκείνο το βράδυ για το ρεβεγιόν σου. Από καρτοτηλέφωνο σε πήρα να μην ανησυχείς. Κινητά δεν υπήρχαν ευτυχώς το 1821, γιατί θα με είχες ζαλίσει.
Με περιμένεις. Κρατάς το κράνος μου στο χέρι. Δεν θέλω να το φορέσω. Τα νιάτα χωρίς φόβο δεν φοράνε κράνη. Με τραβάς στην αγκαλιά σου. Στο δικό σου «που πάμε;» απαντάω «αεροδρόμιο». Γελάς. Ξέρεις πως αγαπώ να πίνω καφέ σε πλαστικό ποτήρι στην αίθουσα αναχωρήσεων/αφίξεων, χωρίς απαραίτητα να πηγαίνω κάπου ή να περιμένω κάποιον. Πολύ αργότερα, σε κάθε βιβλίο που θα γράψω, θα αναφέρω κάπου και αυτό. Πάντα κάποιος ήρωάς μου θα κρατάει ζωντανή αυτήν την ιδιαιτερότητα στο βιογραφικό του.
Παραλιακή, με το γκάζι να φεύγει. Έχω κολλήσει πάνω σου με νιάτα χωρίς φόβο. Νωρίς απόγευμα, 24 Δεκεμβρίου του 1821. Δεν θα το μάθεις ποτέ, αλλά μετά από εκείνη την ημέρα δεν ξανανέβηκα σε μηχανή. Έλεγα πάντα πως εγώ δεν ανεβαίνω σε μηχανές, από άποψη.
Αεροδρόμιο του Ελληνικού. Σταματάς κάτω από την ταμπέλα Olympic. Γυρίζεις να με κοιτάξεις. Ξεκουμπώνεις το μπουφάν σου και βγάζεις από μέσα το δώρο μου. Ένα μακό των Ramones. Η μουσική σου που δεν κατάφερα να ακούσω ποτέ. Τρέχω στις τουαλέτες, ξεχνάω την μπλούζα που φορούσα στα σκουπίδια και το φοράω.
Θυμάμαι το κρύο. Περπατάμε, χωρίς αποσκευές, ανάμεσα σε κόσμο που βιάζεται πολύ. Θυμάμαι τον θόρυβο από τα αεροπλάνα και τις αναγγελίες από τα μικρόφωνα. Ψάχνουμε για δυο θέσεις κενές.
– Περίμενε, μου λες.
Σε δέκα λεπτά είσαι μπροστά μου με δυο καφέδες φίλτρου καυτούς σε πλαστικά λευκά ποτήρια. Φοράς το σκουφί του Άγιου Βασίλη. Που στο διάολο το βρήκες, δεν σε ρωτάω.
– Ho, ho, ho, Meeerry Christmas Princess!
Μου δίνεις τον ένα καφέ και βγάζεις τα walkman από την τσέπη του μπουφάν σου. Μοιραζόμαστε ένα ζευγάρι ακουστικά και ακούμε στην κασέτα της μάνας σου το «Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα». Γέρνω το κεφάλι πίσω και γελάω μέχρι δακρύων με τα φλας που τρως ώρες ώρες. Με τραβάς και χορεύουμε ανάμεσα στον κόσμο που μας κοιτάει και κουνάει το κεφάλι του.
Όσα θα γλιστρήσουν από τις τσέπες μου αυτό το βράδυ, θα γίνουν «εγώ ποτέ» στα επόμενα χρόνια μου.
Ερωτευμένοι με την ίδια την ζωή σε σημείο που δεν παίρνουμε ανάσα. Ερωτευμένοι με την ζωή μέχρι άπνοιας. Κρατάμε στα χέρια κλειδιά που ανοίγουν όλες τις πόρτες. Κρατάμε στα χέρια κρασί ακριβό κρυμμένο παράταιρα σε λευκά πλαστικά ποτήρια από την καντίνα κάποιου αεροδρομίου.
Διαβάστε την συνέχεια στην επόμενη σελίδα