Βγαίνοντας το απόγευμα, τα ελάχιστα λεπτά μέχρι να κατέβω, ένιωσα μια αναστάτωση στο κλιμακοστάσιο. Λες και τα μαρμάρινα σκαλοπάτια ήθελαν να μετακινηθούν. Παρόλα αυτά, όλα ήταν στη θέση τους.
Ο Αντώνης φορούσε κράνος, αλλά ο υπερήλικας με μειωμένα αντανακλαστικά έτσι κι αλλιώς δεν τον είδε ή τον είδε αργά.
Ο Αντώνης είπαν πως παραβίασε το στοπ. Μπορεί να μην το είδε, να βιαζόταν, να είχε αργήσει στο ραντεβού με τη ξανθούλα του. Μπορεί. Ένα σωρό μπορεί.
Το σπίτι, η πυλωτή, η είσοδος, τα παρτέρια γέμισαν μαύρες ομπρέλες και ρούχα. Αγόρια, με το χαρακτηριστικό γενάκι της εποχής, σιωπηλά κορίτσια, οι συγγενείς, οι φίλοι κι εμείς. Οι γείτονες. Ανάμεσα τους κι εγώ η ασυγχώρητη που δεν ρώτησα:
– Πως τον λένε τον δικό σου σκύλο, βρε Αντωνάκη μου;
Που δεν ανταποκρίθηκα στο φιλικό του κάλεσμα για κουβέντα για κάτι που αγαπούσε.
Ίσως, εκείνο το «Αντώνης» σκέτο να με κράτησε. Ενώ για μένα ήταν πάντα ο Αντωνάκης που μια-δυο φορές προθυμοποιήθηκα να κρατήσω για να κάνει η μαμά του κάποιες δουλειές.
Όλα έγιναν όπως έπρεπε.
Για μέρες η ενέργεια που λέγαμε, υπήρχε ακόμα στο σπίτι.
Έμπαινες στην είσοδο και νόμιζες πως ακούς τα βήματα όλων αυτών των ανθρώπων που ανεβοκατέβηκαν για να παρηγορήσουν και να κατευνάσουν την τρέλα που προκαλεί η απελπισία του ανεπίστρεπτου.
Ύστερα όλα σταμάτησαν. Τις μέρες της διακριτικότητας και της αμηχανίας τις διαδέχτηκε η σιωπή. Δεν μιλούσαμε για αυτό που έγινε, ίσως για να μη γδάρουμε κι άλλο τον πόνο. Ή για να μην προκαλέσουμε τη τύχη μας και μας βρει και άλλο κακό.
Σαν να μην πέρασε ποτέ ο Αντώνης από κει.
Σαν να μην έγραψε με σπρέι στον πίσω τοίχο ΠΑΟΚ ΘΕΕ.
Σαν να μην έκανε ροδιές με το ποδήλατό του στον φρεσκοβαμμένο τοίχο προσπαθώντας να το ανεβάσει για να μην του το κλέψουν.
Σαν να μην έκατσε στο πεζούλι ή σαν να μην χτύπησε με ανυπομονησία το θυροτηλέφωνο να του ανοίξουμε γιατί είχε ξεχάσει τα κλειδιά και δεν ήταν κανείς στο σπίτι.
Ζούσαμε παράλληλα, χωρίς να αλληλεπιδρούμε στην ουσία, αλλά τώρα μας λείπει. Γιατί τον είχαμε δεδομένο, λες και πάντα θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε μια κουβέντα που έμεινε στη μέση. Δεδομένο. Όπως την κυρία Κατερίνα στον τρίτο που κάποτε – κάποτε τραυλίζει. Ή τη δασκάλα του 5ου που έχει μάθει να μιλάει δυνατά και όταν μιλάει στο τηλέφωνο το μεσημέρι στους γιους της ξέρουμε ποια θα είναι η επόμενη συμβουλή.
– Να μη ξανα-ζεσταίνεις το ρύζι διάβασα πως είναι καρκινογόνο,
– Να διαβάσεις επιτέλους να το πάρεις,
– Ο μπαμπάς καλά, κοιμάται!
Δεδομένο ακόμα και σαν τον σκύλο μου που πολλούς τους ενοχλεί αλλά αν με δουν χωρίς αυτόν με ρωτάνε που είναι.
Η πολυκατοικία μας συνεχίζει να σφύζει από ζωή κι ανθρώπους που συναντιούνται βιαστικά. Ανταλλάσουν λόγια τυπικά. Τις Τετάρτες και τις Παρασκευές μυρίζει όσπρια. Τις Κυριακές σίγουρα κρέας και στην πυλωτή, πρόσφατα, κάναμε ένα σιδερένιο κλουβί να μην μας κλέβουν τα ποδήλατα. Του Αντωνάκη το έκλεψαν 2 φορές.
Τώρα δεν ζει μαζί μας.
Κι επειδή πάλι βρέχει ήθελα να μιλήσω για αυτόν.
Γιατί όταν μιλάμε για αυτούς που φύγανε ίσως να μας ακούν… Ίσως το έχουν ανάγκη κι αν με ακούς…
Πως τον λέγανε τον σκύλο σου, βρε αγόρι μου…;