Ο θόρυβος απ’την υδρορροή του απέναντι κτιρίου ήταν τόσο δυνατός που δεν κατάλαβα αν ήταν αυτός που με ξύπνησε ή η ίδια η βροχή.
Κάθε φορά που είναι έντονα τα καιρικά φαινόμενα σκέφτομαι αν έχει κρύο εκεί κάτω. Αν η υγρασία διαπερνά τα κόκαλα. Ή αν τ’απαλό θρόισμα των χιονονιφάδων, καθώς σμίγουν με τη γη, μπορείς να τ’ακούσεις σαν ένα μαγικό τραγούδι ή νανούρισμα.
Το αγόρι του πρώτου ορόφου δεν είχε γεννηθεί ακόμα όταν ήρθα στην τεράστια πολυκατοικία με την απέραντη θέα στα βουνά που περικύκλωναν την πόλη. Οι γονείς του, νιόπαντροι τότε, ήταν ένα ήσυχο ζευγάρι. Αυτό πήρε από τη μάνα του το φωτεινό χαμόγελο και από τον πατέρα του τον συνεσταλμένο χαρακτήρα. Μια μέρα από τα ριχτά της ρούχα καταλάβαμε ότι ήταν έγκυος. Και μια άλλη καταλάβαμε ότι γέννησε από το όμορφο μπλε καρότσι στην είσοδο.
Ξέρετε πως είναι στις μεγάλες πόλεις και στις μεγάλες πολυκατοικίες. Υπάρχουν κώδικες που οι άνθρωποι καταλαβαίνουν την εξέλιξη των γειτόνων τους, χωρίς να’χουν τον χρόνο ν’ασχοληθούν ανταλλάσσοντας πολλές πληροφορίες.
Τα χρόνια περνούσαν. Ο Αντωνάκης έγινε Αντώνης και μια φορά που τον είπα Αντωνάκη, καθώς διασταυρωθήκαμε στο ασανσέρ, πολύ ευγενικά, με διόρθωσε:
– Αντώνης, είπε, διεκδικώντας τη θέση του στον κόσμο των μεγάλων.
Έβαλε σιδεράκια και το χαμόγελό του έγινε ακόμα πιο ντροπαλό, κυκλοφορούσε με το ποδήλατο παντού και τελευταία είχε και κορίτσι. Μια λεπτοκαμωμένη ξανθούλα σαν μινιατούρα που την περιέφερε περήφανα χεράκι-χεράκι με κείνο το καμάρι που έχουν τα αγόρια όταν ένα κορίτσι τα βλέπει σαν πρίγκιπες.
Ήθελε να γίνει σεφ ο Αντώνης.
Αυτό το μάθαμε από το παραμιλητό της μάνας του, γιατί κανείς μας δεν είχε τον χρόνο να ασχοληθεί με ένα παιδί που μεγάλωνε, σχεδόν, στα πόδια μας. Ίσως και γιατί δεν είχαμε παιδιά και δεν μας ένοιαζε κιόλας. Άλλωστε, είχε γονείς που έκαναν το καλύτερο για αυτόν.
Μια άλλη φορά, πάλι έξω από το ασανσέρ, έσκυψε και χάιδεψε τον σκύλο μου. Έχωσε το κεφάλι του στη μουσούδα του κι εκείνος κουνούσε την ουρά του χαρούμενος.
– Ωραίος σκύλος, έχω κι εγώ έναν στην αυλή του παππού μου.
Είχε φτάσει, όμως, το ασανσέρ στο ισόγειο κι εγώ ανυπομονούσα να μπω. Να ανέβω σπίτι να πετάξω τα ρούχα και τα παπούτσια μου και να αλλάξω. Έβρεχε καταρρακτωδώς. Δεν τον ρώτησα ποτέ πως έλεγαν τον σκύλο του. Του είπα μόνο πως βρέχει πολύ. Να έπαιρνε καλύτερα μια ομπρέλα.
– Έχω το κράνος είπε και βγήκε.
Πότε έγινε το ποδήλατο μηχανάκι σκέφτηκα και αμέσως το ξέχασα.
Την ίδια ώρα, στην άλλη άκρη της πόλης, ένας υπερήλικας έμπαινε στην κεντρική οδό.
Δεν ξέρω αν είναι η αύρα ή η ενέργεια των σπιτιών που, καμιά φορά, διαισθάνεσαι πως κάτι έχει γίνει ή κάτι γίνεται πίσω από μια αιώνια μπλε βαμμένη πόρτα με λίγο ξεχαρβαλωμένο ρόπτρο. Ή πίσω από μια άλλη που ας πούμε το κουδούνι της έχει για ήχο ένα πουλάκι. Θέλω να πω πως, χωρίς καμιά απολύτως εξωτερική αλλαγή, διαισθάνεσαι πως είναι τόσο έντονο αυτό που γίνεται μέσα, που ακόμα και η πόρτα θέλει να σου μιλήσει. Κι ας μη μιλούν ο άνθρωποι που ζουν από πίσω για όσα βιώνουν.
Διαβάστε την συνέχεια στην επόμενη σελίδα