Έτσι και έγινε. Μπήκε στο Πανεπιστήμιο στην Αθήνα και έφυγε από το σπίτι. Είχε ήδη γνωρίσει κάποιον, τον οποίον παντρεύτηκε μετά από λίγα χρόνια. Σπανίως επισκέπτονταν το πατρικό και ο πατέρας μου αυτό το έφερνε βαρέως «μαύρη πέτρα έριξε» έλεγε πολύ συχνά. Θυμάμαι σχεδόν όλες τις φορές που η αδελφή μου είχε φάει ξύλο για ασήμαντους λόγους. Όπως θυμάμαι όταν ετοιμαζόταν να βγει και να πάει σινεμά κοντά στη γειτονιά μας, έκλεινε την πόρτα του δωματίου μας και μου ψιθύριζε στο αυτί «Δεν θα πάω σινεμά, θα βγω με τον Τάσο. Θα αργήσω να γυρίσω. Ας κάνει ότι θέλει ο πατέρας. Δεν με νοιάζει». Κάθε φορά που αργούσε το ξέσπασμα ήταν δεδομένο. Και πάντα, έκλαιγα, πόναγα για αυτήν.
Εγώ, που ήμουν η πιο μικρή, παράλληλα με το σχολείο το είχα ρίξει στον αθλητισμό. Δεν ξέρω τώρα που το σκέφτομαι, αν ο αθλητισμός ήταν μια διέξοδος για μένα ή πραγματικά μου άρεσε. Ίσως ήταν η διαφυγή από το σπίτι. Οι προπονήσεις στον στίβο καθημερινές μετά το σχολείο. Σε αυτό ο πατέρας μου με σιγόνταρε. Έτυχα και κάποιων διακρίσεων και καμάρωνε. Με πήγαινε με έφερνε, δεν του γινόμουν στενός κορσές για βραδινές εξόδους, για πάρτι και για φίλες. Άρα έτσι, δεν είχαμε ποτέ έντονους καυγάδες.
Ποτέ δεν είχε έρθει κάποια φίλη μου στο σπίτι μας, ούτε είχα πάει. Η αυστηρότητα, έφτανε στα όρια της απαγόρευσης, της φυλακής. Όμως μέχρι εκεί. Δεν άσκησε ποτέ βία πάνω μου, διότι οι απαγορεύσεις του δεν με αφορούσαν. Έτρεχα στον στίβο και ξελαμπίκαρε το μυαλό μου.
Στο σχολείο δεν ερχόταν ποτέ να ρωτήσει τους καθηγητές. Αυτό ήταν δουλειά της μητέρας. Όταν έπαιρνε τους βαθμούς στα χέρια του, με κοίταζε απαξιωτικά σαν να έλεγε «ντροπή σου» επειδή δεν έβλεπε εικοσάρια.
Εννοείται ότι η τιμωρία ήταν να μην πηγαίνω προπονήσεις.
Θυμάμαι, όταν ως τελειόφοιτοι Λυκείου είχαμε κανονίσει να βγούμε, σε disco τότε, να γιορτάσουμε την αποφοίτηση, μου είπε ο πατέρας μου «θα πας αλλά στις 12 τα μεσάνυχτα θα είσαι μέσα στο σπίτι». Μάταια προσπαθούσα να τον πείσω ότι το «πρόγραμμα» άρχιζε στις εντεκάμιση, ακριβώς την ώρα που έπρεπε να πάρω ταξί για να επέστρεφα στο σπίτι.
«Αν δεν μπορείς, μην πας καθόλου» απάντησε χωρίς να σηκώνει άλλη κουβέντα. Πήγα, φορτωμένη με άγχος, θυμό, παράπονο. Δεν μπόρεσα να διασκεδάσω, δεν θυμάμαι τίποτα από αυτή την βραδιά, παρά μόνο τους δείχτες του ρολογιού που έτρεχαν και δεν με άφηναν λίγο να χαρώ. Δεν έδωσα ποτέ εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο εδώ, ίσως από αντίδραση, έφυγα για το εξωτερικό, όπου σπούδασα κάτι διαφορετικό από αυτό που ήθελα να γίνω και μπορούσα λόγω των ξένων γλωσσών που ήξερα.
«Η κόρη μου δεν θα γίνει υπηρέτρια» μου απάντησε όταν του είπα ότι ήθελα να γίνω αεροσυνοδός. Δεν είχα τόση δύναμη ώστε να αντισταθώ και να επαναστατήσω.
Σε όλα αυτά, η μητέρα μου, σιωπηλά φαινόταν ότι έπαιρνε το μέρος του. Η γυναίκα η υποταγμένη. Μια άλλη εποχή, σκέφτομαι τώρα για να έχω κάποιο άλλοθι, για να νιώθω καλύτερα. Η μητέρα μου που δεχόταν περισσότερες επικρίσεις και αρνητικά σχόλια για όλα, που άκουγε τις φωνές του καθημερινά, έλεγε στωικά «Ο πατέρας σας έχει δίκαιο. Ότι σας πει». Ήταν τόσο καταπιεσμένη που είχε κουραστεί. Δεν είχε άλλη δύναμη να αντιδράσει. Ήταν εξουθενωμένη. Η υποταγή αλλοιώνει τον χαρακτήρα, σε κάνει ρομπότ, δεν αντιδράς, κουνάς μόνο το κεφάλι καταφατικά. Εξωτερικά τουλάχιστον. Διότι μέσα στην ψυχή σου γράφει η θλίψη, ο πόνος, ο θυμός. Η μάνα μου ήταν της γενιάς, τότε, που δεν τόλμαγε να χωρίσει καμία γυναίκα. Η χωρισμένη στιγματιζόταν για πάντα. Εξάλλου κατά έναν περίεργο τρόπο ήταν πολύ ερωτευμένη με τον άντρα της ή πίστευε ότι πρέπει να είναι ερωτευμένη.
Πέρασαν τα χρόνια και οι γονείς μεγάλωσαν πολύ.
Περνώντας τα χρόνια ο πατέρας μου ημέρεψε. Ίσως να μετάνιωσε και να προσπαθούσε να διορθώσει. Δεν φώναζε πια, σε ποιον να φωνάξει; Οι κόρες είχαν φύγει. Δεν μπορούσε να ασκηθεί καμία εξουσία πλέον. Έγινε γλυκός, δοτικός με τον δικό του τρόπο, δεν αλλάζουν εύκολα οι άνθρωποι, χαμογέλαγε πιο συχνά, ίσως τα εγγόνια λειτούργησαν σαν βάλσαμο στον αυταρχικό του χαρακτήρα. Έφυγε από την ζωή αφού ταλαιπωρήθηκε για αρκετά χρόνια, όχι η ταλαιπωρία του δεν ήταν η Θεία τιμωρία. Ο Θεός δεν τιμωρεί. Έτσι ήταν γραπτό να γίνει.
Θυμάμαι, το βλέμμα του, αυτό το γαλανό βλέμμα, το βαθύ σαν θάλασσα που ησυχάζει μετά από την τρικυμία, να με κοιτάζει. Η φωνή του ίσα – ίσα έβγαινε όταν ψιθύρισε το όνομά μου. Ήξερε. Του χάιδεψα τα μαλλάκια του και ήθελα τόσα να του πω. Το μόνο που είπα ήταν «μπαμπά μου» δεν ξέρω όμως αν το άκουσε.
Γράφει η Λίνα Παπαδοπούλου
Διαβάστε επίσης:
«Ναι, από μάνα στάθηκα τυχερή» – μία κόρη διηγείται
Θα ήθελα, η κόρη μου, να βρει τον Θεό μόνη της, όποιος κι αν είναι