Είμαι μαμά.
Είμαι η μαμά της Ελένης.
Έφυγε πριν από τρία χρόνια για σπουδές. Έφυγε κλαίγοντας από το σπίτι, σε όλο το ταξίδι έκλαιγε, δεν ήθελε να είναι μακριά μας, δεκαοκτώ χρόνια δεν μας είχε αποχωριστεί ποτέ. Μετρημένο παιδί. Με τα διαβάσματά του, τις γλώσσες του, τα όνειρά του, δεν πολυέβγαινε, χωριό βλέπεις, αλλά έτσι τη μεγαλώσαμε χωρίς προβλήματα και πολλές αγωνίες. Έδωσε εξετάσεις και πέρασε στην άλλη άκρη. Μια θάλασσα μπήκε ανάμεσά μας. Είδαμε και πάθαμε με τον πατέρα της να την πείσουμε ότι όλα θα πάνε μια χαρά. Έκλαιγε συνέχεια. Ώσπου συνήθισε. Έκανε παρέες, λάτρευε τη σχολή της, άρχισε να βγαίνει, άλλαξε τα μαλλιά της και τα γυαλιά δεν τα πολυφορούσε.
Είμαι μαμά.
Είμαι η μαμά του Μανώλη.
Ούτε ξέρω πότε χάσαμε επαφή. Αλλά συνήθως έτσι γίνεται με τα αγόρια σε τέτοιες ηλικίες. Έχει παρέες τώρα, τρέχει σε γυμναστήρια, έχει κοπέλα, δεν παραπονιέμαι, μένει μαζί μας, βοηθάει τον πατέρα του στη δουλειά, με το σχολείο δεν τα πολυκατάφερε, ήταν από τα παιδιά που δεν ήξεραν τι θα γίνουν όταν μεγαλώσουν. Είκοσι ενός πια. Αλλά εντάξει, λέω. Όλη η ζωή μπροστά του είναι.
Είμαι μαμά.
Είμαι η μαμά του Αλέξανδρου.
Από μικρός είχε ένα αγγελικό πρόσωπο. Κανείς μας δεν μπορούσε να του αντισταθεί. Τα πάντα γι αυτόν. Καμαρώναμε σε κάθε του βήμα. Αλλά η ζωή μας ήταν πολύ δύσκολη, ειδικά τα πρώτα χρόνια. Αφήσαμε πίσω μας την Αλβανία πριν ακόμα γεννηθεί. Εκείνος γεννήθηκε εδώ αν και νομίζω ότι ποτέ δεν εντάχθηκε πραγματικά. Όχι επειδή δεν ήθελε. Αλλά να. Μια ρετσινιά μάς έχει μείνει. Όσο κι αν λένε πως είμαστε σαν κι αυτούς κατά βάθος πάντα μας κοιτάζουν με μισό μάτι. Ή έτσι νιώθουμε. Τέλος πάντων. Κι εγώ δεν κατάλαβα πότε μεγάλωσε ο μοναχογιός μου κι άρχισε πια να μη με ακούει. Αλλά δούλευα συνέχεια και δεν είχα την πολυτέλεια να είμαι δίπλα του πολλές ώρες. Τον έχασα. Αλλά πάντα τον καμαρώνω. Είναι και αθλητής, ξέρεις. Απίστευτα δυνατός και τα κορίτσια τον αγαπάνε.
Είμαι η μαμά της Ελένης.
Κοντεύω να τρελαθώ. Μια δυο μέρες τώρα δεν μπορώ να τη βρω στο τηλέφωνο. Ανησυχώ. Πάντα μιλούσαμε. Λένε στην τηλεόραση για ένα κορίτσι με τατουάζ που βρέθηκε σκοτωμένο στη θάλασσα. Στο νησί που σπουδάζει και η Ελένη. Αλλά η Ελένη δεν είχε τατουάζ. Ηρεμώ. Δεν είναι αυτή. Όμως, παίρνω την αστυνομία γιατί δεν ξέρω τι άλλο να κάνω. Δηλώνω εξαφάνιση. Μου στέλνουν με φαξ μια φωτογραφία του κοριτσιού.
Αυτή είναι.
Είμαι η μαμά του Μανώλη.
Λένε στην τηλεόραση για έναν 21χρονο από το νησί μας. Ότι σκότωσε, λέει, μαζί μ’ ένα φίλο του μια φοιτήτρια. Αν είναι δυνατόν. Πώς μπορούν και κάνουν τέτοια πράγματα τόσο νέα παιδιά; Πώς πετάνε έτσι ζωές στα βράχια; Ο Μανώλης δεν γύρισε το μεσημέρι. Θα ξέμεινε σε κάνα καφέ να συζητάει γι αυτό. Όλο το νησί είναι ανάστατο. Βουίζει ο τόπος. Ευτυχώς γύρισε ο πατέρας του το σπίτι. Με κοιτάζει.
Κάτι θέλει να μου πει.
Είμαι η μαμά του Αλέξανδρου.
Τον συλλάβανε. Για φόνο. Συλλάβανε τον μοναχογιό μου για φόνο. Αποκλείεται. Θέλω να τον δω. Δεν με αφήνουν. Δεν με αφήνουν να δω τον γιο μου. Αλβανό τον ανεβάζουν, Αλβανό τον κατεβάζουν. Τα είπε όλα όμως στην αστυνομία από την πρώτη στιγμή. Ο άλλος το έκανε. Ο άλλος θα το έκανε, δεν μπορεί. Λέει αλήθεια, έτυχε να είναι εκεί. Και στη φυλακή, έτυχε να πάει. Θα βγει. Βλέπω το βίντεο που τον χτυπάνε. Παγώνει το αίμα μου. Χτυπάνε τον μοναχογιό μου αλλά εγώ ντρέπομαι να κλαίω. Είναι ντροπή να κλαίω εγώ.
-Διαλέξτε παρακαλώ μια φράση από τις περιγραφές σας.
-Βεβαίως. Είμαι η μαμά της Ελένης:
Μια θάλασσα μπήκε ανάμεσά μας. Έκλαιγε συνέχεια. Ώσπου συνήθισε.
-Είμαι η μαμά του Μανώλη:
Ήταν από τα παιδιά που δεν ήξεραν τι θα γίνουν όταν μεγαλώσουν.
-Και κλείνω εγώ. Η μαμά του Αλέξανδρου:
Από μικρός είχε ένα αγγελικό πρόσωπο.
Είμαι μια οποιαδήποτε μαμά.
Και πριν από ένα μήνα είχα μια φυσιολογική ζωή.
Όπως όλοι.
Γράφει η Κλαίρη Τζωρτζάκη