Μεγάλα χρηματικά ποσά και χορηγίες μπαίνουν στα ταμεία των φορέων αυτών, μόνο που κανείς δεν γνωρίζει πώς ακριβώς κατανέμονται τα ποσά αυτά και ποια είναι η ωφέλεια που, τελικά, καταλήγει στο σκοπό για τον οποίο δίνονται που είναι οι διαρκώς βελτιούμενες συνθήκες ανατροφής των ανηλίκων που περιθάλπονται. Μεγάλες ακίνητες περιουσίες που κληροδοτούνται ή δωρίζονται σε φιλανθρωπικά σωματεία και ιδρύματα είναι άγνωστο αν αξιοποιούνται, σε ποιο βαθμό, σε ποια κατεύθυνση και εάν τηρούνται οι όροι που θέτουν οι κληροδότες ή δωρητές.
Το χειρότερο, όμως, απ’όλα είναι ότι το Κράτος επιτρέπει σε κάθε ιδιώτη (σωματείο, αστική εταιρεία, ίδρυμα) ν’ασκεί την προσωπική του παιδαγωγική πολιτική σ’ανήλικους που η Πολιτεία υποχρεούται απ’το Σύνταγμα και τους Νόμους να προστατεύει. Να επιτρέπει και συνένοχα, ν’ανέχεται να μην εφαρμόζεται η πολιτική για την αποϊδρυματοποίηση των ανηλίκων που θεσπίστηκε εδώ και 25 χρόνια και συνοπτικά σημαίνει την υποχρέωση που έχουν όλοι οι εμπλεκόμενοι στην προστασία των ανηλίκων να φροντίζουν για την οικογενειακή τους αποκατάσταση μέσω της αναδοχής και της υιοθεσίας τους και μόνο εφόσον αυτό είναι αδύνατον, να παραμένουν τα παιδιά σε ιδρύματα κλειστής φροντίδας.
Ακόμη, απ’το 1993 με το προεδρικό διάταγμα 337/1993 και απ’το 2009 στη συνέχεια με το προεδρικό διάταγμα 86/2009 υπάρχει ειδική νομοθεσία για την εφαρμογή της αναδοχής ανηλίκων και τη λειτουργία αναδόχων οικογενειών που με μικρές νομοθετικές βελτιώσεις που απαιτούνται (και λειτουργούν μέχρι σήμερα ως άλλοθι απραξίας), θα’ναι απόλυτα λειτουργική, εφόσον υπάρχει η βούληση – που δεν υπάρχει- για την εφαρμογή της.
Επανειλημμένα τέθηκε, απ’τη γράφουσα, υπόψη των αρμόδιων φορέων ότι πρωτεύουσας σημασίας για την εφαρμογή του θεσμού της αναδοχής είναι η εκπαίδευση κι η κατάρτιση των επαγγελματιών της κοινωνικής πολιτικής, γιατί χωρίς αυτούς δεν μπορεί κανένας προστατευτικός θεσμός να λειτουργήσει.
Η επιβολή σε κάθε φορέα παιδικής προστασίας της υποχρέωσης να συνεργάζεται με τις Διευθύνσεις Κοινωνικής Μέριμνας και Αλληλεγγύης των Περιφερειακών Ενοτήτων που πρέπει να θεσμοθετηθούν ως όργανα γενικής αρμοδιότητας σε κάθε νομό για την αναδοχή των ανηλίκων (όπως άλλωστε συμβαίνει με τις υιοθεσίες) που τοποθετούνται σε ιδρύματα ή σωστότερα, πριν τοποθετηθούν σε αυτά και η σύνδεση της χρηματοδότησής τους με την εκπλήρωση της υποχρέωσής τους αυτής θ’αναγκάσει επιτέλους τους επικεφαλής των ιδρυμάτων, που αρνούνται για δικούς τους λόγους την αποϊδρυματοποίηση, να συμμορφωθούν στη νομική τους υποχρέωση.
Η θέσπιση υποχρεωτικών κριτηρίων για την ίδρυση και λειτουργία φορέων παιδικής προστασίας δημόσιων και ιδιωτικών–έστω με μια αναγκαία περίοδο προσαρμογής–
η ύπαρξη ενιαίου εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας για όλα τα ιδρύματα, σύμφωνου με την Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, το Σύνταγμα, την ευρωπαϊκή κι ελληνική νομοθεσία, αποτελούν άμεση προτεραιότητα κι ευθύνη και του Κράτους που δεν δικαιολογείται για άλλες καθυστερήσεις.
Είναι γεγονός πως η σωστή προνοιακή πολιτική για το Παιδί, απαιτεί στελέχη εκπαιδευμένα στο αντικείμενό τους. Ενιαία προσανατολισμένα στην υποχρεωτικότητα των θεσμών αποϊδρυματοποίησης. Σήμερα υπάρχουν κοινωνικοί λειτουργοί, ψυχολόγοι, παιδοψυχίατροι που δεν γνωρίζουν καν το θεσμό της αναδοχής ως έννοια, πολύ περισσότερο ως εφαρμογή. Στελέχη διοικήσεων που θεωρούν ότι μπορούν ν’αρνούνται την εφαρμογή της ως προσωπική τους επιλογή, καταστρατηγώντας την υποχρεωτικότητα που δημιουργεί η διεθνής, ευρωπαϊκή κι ελληνική νομοθεσία, αλλά κι η κοινωνική πρακτική.
Επιτέλους, ας σταματήσουν οι επαγγελίες των καλών προθέσεων. Ας γίνει και κάτι πράξη.
*Η Ελένη Γεώργαρου είναι νομικός δικηγόρος Θεσσαλονίκης και εμπειρογνώμονας παιδικής προστασίας.
Το διαβάσαμε εδώ.