Ευχαριστώ γιατρέ, που μου χάρισες 30 επιπλέον χρόνια με τον πατέρα μου

“Αυτή τη στιγμή μπορούμε να σας δώσουμε μόνο χαρτονομίσματα των πενήντα ευρώ”, είδα στην οθόνη του ΑΤΜ που βρισκόταν στον σταθμό του μετρό. Δεν είχα μία κι έπρεπε να κατέβω στο κέντρο για δουλειά.

«Οκ» είπα μέσα μου. Πήρα το πενηντάευρο και πήγα σινάμενη κουνάμενη στο μηχάνημα έκδοσης εισιτηρίων. Είδα, με ανακούφιση, την εικόνα του ανάμεσα στα νομίσματα που παίρνει το μηχάνημα, και το έβαλα στη σχισμή. Εκείνη την ώρα πρόσεξα έναν τύπο που στεκόταν δίπλα μου να κοιτάει έντονα την οθόνη και βλαστήμησα. Πρεζόνι σίγουρα. Κι εγώ πού είχα το μυαλό μου; Αν, όπως μου πετάξει τα ρέστα το μηχάνημα, προλάβει αυτός να μου τα αρπάξει και να φύγει; Μέχρι να το σκεφτώ, το μηχάνημα μου πέταξε όχι τα ρέστα αλλά το ίδιο το πενηντάευρο. Ξαφνιάστηκα, μα τα αντανακλαστικά μου λειτούργησαν και το πήρα γρήγορα πίσω. Τότε άκουσα το πρεζόνι να λέει μακρόσυρτα: «Δεν δέχεται τα πενηντάευρα κυρία!» και είδα το δάχτυλό του να μου δείχνει μια ταμπελίτσα κάτω-κάτω που είχε ένα χαρτονόμισμα των πενήντα ευρώ σβησμένο με ένα κόκκινο χι. «Ευχαριστώ» του πέταξα μέσα απ’ τα δόντια μου και κατευθύνθηκα προς το ταμείο, όπου πριν καλά-καλά φτάσω, διαπίστωσα ότι τα φώτα ήταν σβηστά.

Γύρισα για να βρω κάποιον υπάλληλο. Στις πληροφορίες, πίσω από ένα σκούρο τζάμι ένας άντρας με σακάκι μιλούσε στο τηλέφωνο . Πλησίασα κι εκείνος χωρίς να αφήσει το ακουστικό πάτησε το κουμπί για να με ακούσει.

«Γεια σας. Έχω μόνο πενηντάευρο. Πώς μπορώ να βγάλω εισιτήριο παρακαλώ;» τον ρώτησα. Δεν έκανε τον κόπο να με κοιτάξει και μου είπε τονίζοντας ιδιαίτερα τις δύο πρώτες λέξεις:

«Όπως ξέρετε, μετά το μεσημέρι το ταμείο είναι κλειστό και τα μηχανήματα δεν δέχονται πενηντάευρα.»

«Για να σας ρωτάω μάλλον δεν το ξέρω! Και από πού θα έπρεπε να το ξέρω δηλαδή; Δεν βλέπω καμία ταμπέλα να λέει πως οι ταμίες δουλεύουν μέχρι το μεσημέρι. Αντιθέτως βλέπω μία πάνω από το μηχάνημα να λέει πως δέχεται μεταξύ άλλων και πενηντάευρα!» είπα εκνευρισμένη περισσότερο από το ενοχλημένο ύφος του παρά από τη δυσλειτουργία του συστήματος.

«Κι εγώ τι θέλετε να κάνω; Λέει από κάτω ότι δεν τα δέχεται» απάντησε σηκώνοντας τους ώμους του.

«Δηλαδή μου λέτε πως δεν μπορώ να πάρω εισιτήριο με πενηντάευρο, άρα δεν μπορώ να ταξιδέψω με το μετρό».

Έκανα μεταβολή και βγήκα από τον σταθμό βρίζοντας για τα capital controls, για την έλλειψη του στοιχειώδους σεβασμού να σε ενημερώνουν, για το ότι μπορείς να βγάλεις εισιτήριο για το πιο πολυσύχναστο μέσο στην πόλη μόνο με συγκεκριμένα νομίσματα, για τους άθλιους τρόπους των δημοσίων υπαλλήλων που τους πληρώνουμε και από πάνω για να μιλάνε στα τηλέφωνα, να μην μας εξυπηρετούν και να έχουν και ύφος!

Το κρύο με χτύπησε στο πρόσωπο κι έκανε το κεφάλι μου να μουδιάσει και το δέρμα μου να τσούζει. Περπάτησα δέκα λεπτά μέχρι να βρω περίπτερο. Ζήτησα ένα πακέτο χαρτομάντηλα κι όταν του έδωσα το πενηντάευρο, ο περιπτεράς με κοίταξε με ένα βλέμμα που με έκανε να αισθανθώ τουλάχιστον σαν την Ντάλια από το Παρά Πέντε. Σιγά, δεν είναι και μωβ, λες και κυκλοφόρησα ποτέ με μωβ, σκέφτηκα προσπαθώντας να παρηγορήσω τον εαυτό μου.

Μετά από είκοσι συνολικά λεπτά μέσα στο κρύο μπήκα πάλι στον σταθμό και κατευθύνθηκα στο μηχάνημα, με αέρα σιγουριάς αυτή τη φορά. Ενώ έβαζα τα ωραία μου κέρματα με ικανοποίηση, άκουσα από δίπλα τη γνώριμη πια φωνή του νεαρού-πρεζονιού να μου λέει: «Έχω μόνο ένα ευρώ και είκοσι λεπτά και θέλω να πάρω κάτι να φάω. Δώστε μου ό,τι θέλετε παρακαλώ».

Εκείνη την ώρα, λες και μου έκαναν ηλεκτροσόκ, βγήκα από τον μικρόκοσμό μου. Γύρισα και τον είδα αξιοπρεπή, ντυμένο με καθαρά ρούχα. Με το βλέμμα καρφωμένο πάντα στο μηχάνημα, μοιάζοντας χαμένος, δεν είχε αντιληφθεί ότι ήμουν η ίδια με πριν.

Οι σκέψεις έτρεχαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα μέσα στο κεφάλι μου. Πώς ένας νέος από σπίτι, όπως έδειχνε αυτός, μπορούσε να βρεθεί σ’ αυτήν την κατάσταση; Χίλιοι λόγοι αμέσως στριμώχτηκαν στην ουρά για να απαντήσουν την ερώτηση μου. Αλλά να φτάσει να καταστρέφει τον εαυτό του; Να χαραμίζει τη ζωή του; Ποιος ξέρει τι τον βασανίζει! Εδώ άλλοι κι άλλοι που τα έχουν όλα, πέφτουν στον κυκεώνα των ναρκωτικών.

Στο μυαλό μου ξεφύτρωσε η εικόνα του γνωστού τραγουδιστή που έφυγε πριν μερικές μέρες. Τον έχουν κάνει ήρωα και έχει πέσει το facebook από αναρτήσεις θλίψης και συμπόνοιας και ανεξάντλητου θαυμασμού για έναν αναμφισβήτητα ταλαντούχο άνθρωπο, που όμως χαράμισε τη ζωή του. Και το ταλέντο του. Ενώ τα είχε όλα! Αυτός και πολλοί άλλοι σαν κι αυτόν γίνονται πρότυπα για τον κόσμο και κυρίως για τα παιδιά.

Ο νους μου με ταξίδεψε ως τον άλλον που σκοτώθηκε λίγους μήνες πριν, οδηγώντας μεθυσμένος κι έγινε το καημένο το παιδί για το οποίο έκλαιγε και οδυρόταν το πανελλήνιο. Δεν λέω, είναι πολύ λυπηρό να πεθαίνει ένας νέος άνθρωπος, αλλά αυτό δεν φτάνει για να τον λατρεύουμε σαν θεό, απλώς επειδή ήταν αναγνωρίσιμος. Κάθε μέρα πεθαίνουν, δυστυχώς, πολλοί νέοι άνθρωποι. Που δεν οδηγούσαν πιωμένοι. Και που δεν διακινδύνευσαν να πάρουν στο λαιμό τους κι άλλους ανθρώπους, πέφτοντας πάνω τους.

Κι όπως οι μνήμες ανακαλούνται χωρίς να το θέλεις, μου ήρθε κάτι άλλο που διάβασα πρόσφατα. Πριν ένα μήνα πέθανε σε ηλικία 96 ετών ο Dr. Cooley, ένας παγκοσμίου φήμης καρδιοχειρουργός με πρωτοπόρα επιτεύγματα και εκατοντάδες χιλιάδες εγχειρήσεις στο ενεργητικό του. Πώς τον ήξερα εγώ; Ήταν ο άνθρωπος που χειρούργησε τον πατέρα μου πριν τριάντα τέσσερα χρόνια στο Τέξας των ΗΠΑ. Όπως και εκατοντάδες, για να μην πω χιλιάδες, άλλους Έλληνες τότε που ακόμα δεν γινόντουσαν εγχειρήσεις καρδιάς στην Ελλάδα. Έψαξα όλα τα ελληνικά sites, και όλα τα έντυπα μέσα όταν πληροφορήθηκα τον θάνατό του και δεν βρήκα ούτε μία γραμμή γι’ αυτόν τον άνθρωπο, που δεν γνωρίζω αν ήταν καλός ή κακός, ξέρω όμως ότι έσωσε πάμπολλους ανθρώπους και ανάμεσά τους αρκετούς Έλληνες.

Και τότε έπαψα να αναρωτιέμαι γιατί λειτουργεί έτσι το μετρό, γιατί μας κυβερνούν αυτοί οι άνθρωποι, γιατί έχουμε αυτά τα πρότυπα. Όσο για το ποιοι είναι αληθινοί ήρωες; Όχι αυτοί που θέλουν να μας προβάλλουν. Σίγουρα όχι αυτοί που χαραμίζουν τις ζωές τους από επιλογή. Ήρωες είναι αυτοί που ενώ βασανίζονται, επιλέγουν να αντέχουν. Και να βοηθούν.

Έβγαλα αμέσως όλα τα ρέστα που μου έδωσε ο περιπτεράς και τα έβαλα στο χέρι του νεαρού δίπλα μου. «Να πάρεις, όμως, κάτι να φας, στ’ αλήθεια» του είπα.

Ευχαριστώ πολύ Dr. Cooley για τα τριάντα επιπλέον χρόνια με τον πατέρα μου, που μου χάρισες.

Γράφει η Τέσση Παπαθανασίου

Ακολούθησε το TheMamagers στο Instagram

Διαβάστε περισσότερα

Best of network