Προ ημερών, δεχτήκαμε πρόσκληση από μαμά συμμαθήτριας της κόρης μου για να μας κεράσει σ’ένα μπιστρό-καφέ μ’αφορμή τη γιορτή της δικής της κόρης. Το συγκεκριμένο μπιστρό, μιας γνωστής μαγείρισσας, από κείνες που φιγουράρουν στα περιοδικά ως τρομερά ταλαντούχες, έχει πάρει εξαιρετικές κριτικές στο ίντερνετ για τα πιάτα που σερβίρει, όσο και για το ζεστό, γαλλικού τύπου, περιβάλλον. Τέτοιες προτάσεις, σε εποχές κρίσης, είναι αυτονόητο πως είναι σπάνιες. Οπότε η προοπτική να περάσουμε με τα παιδιά μας μερικές ώρες τσιμπολογώντας λιχουδιές, μου φαινόταν υπέροχη. Ένα πραγματικό δώρο εξ ουρανού.
Πήγαμε, λοιπόν. Ωραία ατμόσφαιρα, αναπαυτικές πολυθρόνες, ζεστά χρώματα, ευφάνταστη διακόσμηση.
Υποτίθεται πως υπήρχε μπουφές, στον οποίο θα’χαμε απεριόριστη πρόσβαση γιατί το κάλεσμα ήταν για brunch, που, όπως έχω πρόσφατα μάθει, σημαίνει κάτι σαν πρωινό-δεκατιανό-και μεσημεριανό μαζί.
Και περιλαμβάνει διάφορα εδέσματα, όπως ομελέτες, κρουασάν, τάρτες, πίτες και σουφλέ, πάνκεϊκς και διάφορα άλλα γλυκά.
Είχα παραβρεθεί με τη κόρη μου σ’ένα άλλο, αντίστοιχο κέρασμα, στην ταράτσα ενός ξενοδοχείου, για… brunch.
Κι ομολογουμένως είχα εντυπωσιαστεί (κι εγώ και το παιδί) με τις υπέροχες γεύσεις και την αφθονία του μπουφέ. Με τις ποικιλίες τυριών κι αλλαντικών που κείτονταν στις πιατέλες. Με τις κρέπες και τα πάνκεϊκς που φτιάχνονταν επί τόπου, μπροστά στα μάτια μας. Με τη ζεστή σοκολάτα που έπεφτε με χάρη πάνω σε φράουλες. Και με τα ολόφρεσκα φρούτα που σε περίμεναν να τα διαλέξεις μέσα σε καλόγουστα καλάθια. Ήταν όλα τόσο καλομαγειρεμένα και πλουσιοπάροχα που η ανάμνησή τους μ’ ακολουθούσε για καιρό και τάραζε απ’ την νοσταλγία τους σιελογόνους μου αδένες. Κοινώς: έκανε τα σάλια μου να τρέχουν.
Περίμενα, λοιπόν, κάτι αντίστοιχο, μην πω κι ανώτερο, απ’ την «γνωστή μαγείρισσα». Πλησιάσαμε, με τα πιάτα μας στο χέρι, τον μπουφέ. Μπροστά τα παιδιά, πιο πίσω εμείς. Αλλά μας περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη… Ο μπουφές ήταν λιτός έως φτωχικός. Δύο μόλις μεταλλικές πιατέλες – σκεπασμένες επιμελώς – δύο αλμυρά κέικ και κάποια κομμάτια τάρτας.
Πίσω απ’ τον «μπουφέ» ήταν η ίδια η γνωστή μαγείρισσα, κραδαίνοντας μία λαβίδα στο χέρι κι η οποία μας ρώτησε:
– Τι θα πάρετε;
Τα παιδιά άρχισαν να ζητούν το ένα ή το άλλο. Εκείνη, όμως, με αυστηρό ύφος, έδινε αυτό που εκείνη σκόπευε να… ξεφορτωθεί, ανοιγοκλείνοντας στα γρήγορα το σκέπασμα στις δύο πιατέλες. Μην τυχόν και ρίξουμε καμία παραπάνω ματιά στο περιεχόμενο. Διότι το να πάρουμε μόνοι μας κάτι από εκεί ήταν ολωσδιόλου απαγορευμένο. Εκείνη ρωτούσε κι εμείς ψελλίζαμε τι θέλαμε. Ενίοτε δε, μας προσανατόλιζε σε μία άλλη επιλογή, ανάλογα με το απόθεμα σε ομελέτα ή τάρτα που είχε. Ήθελα ομελέτα. Εκείνη, όμως, έκανε πως δεν μ’άκουσε, οπότε κατέληξα να’χω στο πιάτο μου ένα κέικ λαχανικών κι ένα κομμάτι τάρτας. Και τα δύο ξερά και μπαγιάτικα. Κι επιπλέον, κρύα ως παγωμένα.
Τα παιδιά αρκέστηκαν σε αυτό που τους έριξε στο πιάτο. Στη δική μου κόρη προσγειώθηκε ένα ψωμί του τοστ μ’ένα τηγανητό ή ποσέ αυγό (δεν κατάλαβα ακριβώς), αφού, έτσι κι αλλιώς, δεν της άφησε την επιλογή να διαλέξει μόνη της. Όπως συνηθίζεται στους μπουφέδες. Την ίδια τύχη είχαν και τ’ άλλα δύο παιδάκια, που κατέληξαν να ΜΗΝ τρώνε, εφόσον δεν είχαν διαλέξει αυτά που’ χαν «πεταχτεί» στο πιάτο τους.
Ένιωσα σαν να’ μουν σε συσσίτιο.
Και μάλιστα, σε συσσίτιο όπου μοιραζόταν μπαγιάτικο φαγητό. Ή ίσως, ό,τι είχε απομείνει απ’ την… προηγούμενη βραδιά (ή εβδομάδα;) του μπιστρό της «γνωστής μαγείρισσας». Τα παιδιά, φυσικά, ζήτησαν και γλυκό με αποτέλεσμα να μας δοθούν από ένα κομμάτι κέικ στον καθένα. Επίσης … παλιάς παρασκευής.
Τελικά, το μόνο ζεστό και κάπως, νόστιμο έδεσμα που φάγαμε απ’ τον.. μπουφέ, ήταν κάτι πανκέικς. Αυτά, όντως, είχαν φτιαχτεί εκείνη την ώρα (ένα πιάτο ανά δύο άτομα). Το προσωπικό ήταν ευγενικό και χαριτωμένο. Δεν ήταν, όμως, αρκετό για ν’ αλλάξει την άσχημη εντύπωση που μας άφησε η εικόνα της μαγείρισσας-δράκου. Όταν δε είδα και τον λογαριασμό που πλήρωσε η φίλη μας, κυριολεκτικά έπαθα πλάκα.
Κι ερωτώ:
Αυτός είναι ο σεβασμός στον πελάτη; Τι να πρωτοσχολιάσω; Την μαγείρισσα που «κρατούσε τις πύλες κλειστές»; Το άχαρο, παγωμένο φαγητό; Την «οικονομία» και την «ανακύκλωση» που έκανε εις βάρος των πελατών; Το ύφος της που δήλωνε δυσανασχέτηση, λες και πηγαίναμε να κλέψουμε φαγητό;
Εγώ δεν ξέρω από χαϊλίκια κι από… brunch.
Μία φορά μόνο είχα ξαναπάει σε κάτι αντίστοιχο. Ξέρω, όμως, να ξεχωρίζω τον σωστό επαγγελματία, τη σωστή «οικοδέσποινα» ενός τέτοιου μαγαζιού και κυρίως, τον σεβασμό προς τον πελάτη.
Φύγαμε δυσαρεστημένοι και τελικά, νηστικοί. Κρίμα τη φήμη της, είπαμε όλοι. Χίλιες φορές καλύτερα θα είχαμε περάσει τρώγοντας σουβλάκια σε ένα σουβλατζίδικο…
Με λίγα λόγια: άνθρακας ο θησαυρός. Καμία φορά η καλή φήμη είναι αποτέλεσμα καλών δημοσίων σχέσεων, υποθέτω. Ή ίσως, να την πετύχαμε σε «κακή μέρα». Ωστόσο επαγγελματίες του δικού της βεληνεκούς πρέπει να μην έχουν κακές μέρες. Αλλιώς δεν είναι επαγγελματίες.
Συμπέρασμα: Ξεχνάω για πάντα τα … brunch – ακόμη κι αν είναι κερασμένα. Σουβλάκι και πάλι σουβλάκι.
Δεύτερο συμπέρασμα: Όπου ακούς πολλά κεράσια στο ίντερνετ, κράτα και μικρό καλάθι…
Γράφει η αναγνώστριά μας Αριστέα