Μπορεί να είχα τσακωθεί με την Νίνα, την καλύτερή μου φίλη. Μπορεί να με είχε σηκώσει ο δάσκαλος στον πίνακα και να είχα ντραπεί επειδή με κοίταζαν όλοι. Μπορεί να είχα λερωθεί κι όλη μέρα να κυκλοφορούσα με το φούτερ περασμένο στη μέση. Μπορεί απλά να μην ήθελα να είμαι στο σχολείο, να ήμουν κουρασμένη, να πονούσε η κοιλιά μου, να ήθελα να πάω διακοπές. Κάθε φορά που είχα μια κακή μέρα στο σχολείο- όσο κι αν δεν ήθελα να το συζητήσω- η μαμά μου πάντα το καταλάβαινε.
Δεν χρειαζόταν να της πω τίποτα. Ερχόταν το μεσημέρι λίγο πιο μετά από μένα στο σπίτι. Εγώ είχα φάει ήδη, αλλά καθόμουν μαζί της στο τραπέζι και τρώγαμε μαζί. Η αδελφή μου συνήθως είχε αγγλικά και μπαλέτο αμέσως μετά το σχολείο κι ο μπαμπάς ερχόταν το βράδυ, όταν ξεκινούσαν οι ειδήσεις στην τηλεόραση. Καθόμασταν και μιλούσαμε για άσχετα πράγματα. Δεν θυμάμαι να με ρωτάει ποτέ ευθέως “πώς πέρασες σήμερα;”. Απλά κάποια στιγμή με ρωτούσε “και γιατί δεν πέρασες καλά σήμερα;“. Το είχε καταλάβει. Και από κάποια στιγμή και μετά ήξερα ότι δεν χρειάζεται να της πω κάτι, απλά περίμενα πότε θα με ρωτήσει γιατί δεν είμαι καλά.
Πάντα ξεκινούσα χαλαρά. “Έγινε αυτό, εντάξει καλά είμαι“, έλεγα. Αλλά με τη συζήτηση ξαφνικά φούντωνα και θυμόμουν και το βίωνα και άφηνα τον εαυτό μου να το εκφράσει. Μπορεί να έκλαιγα, μπορεί ακόμα και να την κατηγορούσα “γιατί δεν με έκανες λιγότερο ντροπαλή;”, ήθελα να ξεσπάσω. Και με άφηνε με ψυχραιμία. Και με ψυχραιμία με ηρεμούσε.
“Δεν θα κρατήσει για πάντα” μου έλεγε γιατί ήξερε ότι πίστευα ότι αυτό που συνέβη θα το θυμάμαι και θα με ταλαιπωρεί για πάντα! Αλλά ήθελα να το ακούω.
“Πάντα να ψάχνεις το καλό“, μου έλεγε και με τσάντιζε. “Μαμά δεν είμαι μωρό” απαντούσα “για να μου πεις να κοιτάξω τα αστέρια στον ουρανό”. Και φώναζα “δεν υπάρχει τίποτα καλό σε αυτό. Αφού σου είπα όλα χάλια είναι”. Και μετά προσπαθούσε πάλι από την αρχή να το συζητήσουμε ψάχνοντας να βρούμε ένα μικρό θετικό… “Όταν τσακωνόμαστε και τα βρίσκουμε με ένα φίλο μας, μετά είναι πιο δυνατή η φιλία μας. Δεν γίνεται να μην τσακώνεσαι. Σημασία έχει να ξέρεις πώς να τα βρεις μαζί του αν αξίζει”. “Ναι, μαμά, εντάξει”, έκανα ότι δεν την άκουγα, αλλά την άκουγα πολύ καλά.
“Ποιος σου είπε ότι πρέπει πάντα να είμαστε τέλεια;“, έλεγε κάπως με ένταση. “Κάποιες μέρες είμαστε στεναχωρημένοι, αυτό δεν είναι κακό”, έλεγε. Κι εγώ δεν είχα τίποτα να της απαντήσω. Με έκανε κάπως να χαλαρώσω αυτό, ένιωθα λιγότερη πίεση.
“Εγώ όταν πήγαινα στο σχολείο, οι δάσκαλοι…” έλεγε μια ιστορία που της θύμισε τη δικιά μου. Και την σκεφτόμουν μαθήτρια. Ήταν άραγε η μαμά μου μαθήτρια κάποτε; ‘Ένιωθε άγχος και ντροπή μπροστά στον πίνακα; Και πώς κατάφερε να είναι τόσο φανταστική σήμερα, σαν να έχει τόση σιγουριά για ό,τι λέει…Αν τα κατάφερε κι εκείνη να ξεπεράσει το άγχος της, τότε ίσως κι εγώ!
Και μετά σιωπή. Δεν το έκανε μεγάλο θέμα. Κάποιες φορές, μάλιστα, όταν έκλαιγα ή είχα πολλά νεύρα δεν έλεγε τίποτα από την αρχή. Απλά καθόταν δίπλα μου και προσπαθούσε να με αγκαλιάσει. Μπορεί να ψιθύριζε ένα “καταλαβαίνω μωρό μου”, μπορεί να μου έφτιαχνε ψωμί με βούτυρο ή να χάιδευε τα μαλλιά μου. Αλλά πάντα ήξερα ότι με έβλεπε, με άκουγε, με καταλάβαινε. Ακόμα κι όταν στην εφηβεία πίστευα ότι δεν μπορεί να με βοηθήσει, όταν ήμουν δίπλα της στο μεσημεριανό τραπέζι, ήξερα ότι δεν είμαι μόνη μου. Ήξερα ότι -εάν ήθελα- μπορούσε να με ηρεμήσει. Γιατί όταν τα έλεγα στη μαμά μου, ήταν σαν να τα είχα πει σε αυτόν που έπρεπε να τα ακούσει. Σε αυτόν που έπρεπε να ξέρει όσα χρειαζόταν για να έχω μια βάση στα πόδια μου να συνεχίσω. Ήταν η ασφάλειά μου, το στήριγμά μου, η αγάπη του κόσμου όλου. Και τώρα που δεν μπορώ να της τα πω, ξέρω πώς να γίνω εγώ αυτό το στήριγμα για τον εαυτό μου. Και το πιο σημαντικό, ξέρω πώς να προσφέρω το ίδιο στον γιο μου.