Στις 11.15 αρχίζει το πρώτο «βαριέμαι». Κάνω την πάπια και κερδίζω ένα πεντάλεπτο. Στις 11:20 το «βαριέμαι» αυξάνει σε ντεσιμπέλ και απαιτεί ανακούφιση. Δεν μπορώ να κάνω πλέον την πάπια και λέω:
– Τι θέλετε να κάνουμε; Απαντούν:
– Να μας πας στο πάρκο.
Ζαλώνομαι νερά, ποδήλατα κι ένα τοστ και φεύγουμε. Γυρίζω πάνω-κάτω το πάρκο. Κουνάω κούνιες. Βοηθάω στις τσουλήθρες. Συνοδεύω τη βόλτα με το ποδήλατο. Τα πάω για πιπί στις τουαλέτες. Τους πλένω τα χέρια. Τα πάω για «κακά» στις τουαλέτες. Λέω:
– Προσοχή στη σφήκα.
Τρέχω για αμμωνία στο φαρμακείο, γιατί τα τσίμπησε η σφήκα. Πλένω τα χεράκια από τα χώματα.
Μαλώνω με την μαμά που μας έκλεψε το φτυαράκι.
Μαλώνω με την παραδίπλα μαμά που λέει πως «τα δικά της λατρεύουν το ψάρι».
Μαλώνω με την πίσω μαμά που δεν κάνει εμβόλια στα παιδιά.
Μαλώνω με τον περιπτερά που τα κέρασε παγωτό που έχει από πέρσι στο ψυγείο.
Μαλώνω στο τηλέφωνο με τον άντρα μου που λείπει στη δουλειά (πώς τολμάει να με αφήνει μόνη;).
Μαλώνω με τη μητέρα μου που λέει:
– Ας μαγειρέψει μια φορά κι η πεθερά.
Μαλώνω με την πεθερά που λέει:
– Πάλι δεν μαγείρεψε η μάνα σου;
Κι αν κι έχω κάνει τόσες δουλειές, όταν κοιτάω το ρολόι, η ώρα είναι, μόλις, 12:30. Τα παιδιά έχουν βαρεθεί το πάρκο. Θέλουν να πάνε σε ένα mall μιας και για θάλασσα ούτε λόγος καθημερινή. Τα ανεβάζω στο αυτοκίνητο. Τα πάω. Παρκάρουμε με δυσκολία. Ανεβοκατεβαίνουμε σκάλες κι ασανσέρ. Μπαινοβγαίνουμε σε καταστήματα–όπου ξοδεύουν όλον τον μισθό μου σε «απαραίτητα»-και παρόλο που’χω κάνει τόσες δουλειές, η ώρα είναι, μόλις, 13:30.
Τα παιδιά πεινάνε – διότι έχουν ασυνείδητες γιαγιάδες που τρέχουν στις εκκλησίες, αντί να μαγειρέψουν. Τα βάζω σ’ένα φαστ-φουντάδικο και τρώνε τόνους τηγανητές πατάτες κι όταν κοιτάω το ρολόι, η ώρα είναι, μόλις, 13:40.
Τα παιδιά θέλουν να πάνε στα Αηδονάκια. Τα φορτώνω. Τα πηγαίνω. Τα ανεβοκατεβάζω στα τρενάκια και στις βαρκούλες. Τους παίρνω ποπκόρν κι ενώ έχω κάνει τόσες δουλειές, η ώρα είναι, μόλις, 14:15.
Τα παιδιά βαριούνται. Θέλουν να πάνε σπίτι, να καλέσουν κανά φίλο. Γυρίζουμε σπίτι. Καλούμε τους φίλους. Τα παιδιά καταστρέφουν με τους φίλους το σαλόνι. Ξεριζώνουν τα ηλεκτρολογικά. Διαλύουν τα υδραυλικά. Πριν η απελπισία με κατακλύσει, θυμάμαι πως έχω απογευματινή δουλειά και ντύνομαι χαρωπή, αλλά, ουπς! Θυμάμαι – με έναν πόνο στην καρδιά – πως το αφεντικό μου έδωσε άδεια, «για να είμαι με τα παιδιά».
Στις 16:00 τα παιδιά γκρεμίζουν το υπόλοιπο σπίτι. Τρίβουν την Μερέντα στα χαλιά. Καταστρέφουν το κομπιούτερ. Τα παιδιά ξανατρώνε. Τα παιδιά χωνεύουν και μετά ξανατρώνε, αλλά όταν τρίβω τα κατσαρολικά και κοιτάω το ρολόι η ώρα είναι, μόλις, 21:00. Τα παιδιά ακούν μουσική στη διαπασών. Τα παιδιά γκρεμίζουν όλη την πόλη. Τα παιδιά γκρεμίζουν τη χώρα. Τα παιδιά γκρεμίζουν τη γη κι ενώ έχουν κάνει τόσες ζημιές, όταν κοιτάω το ρολόι η ώρα είναι, μόλις, 22:00.