Σύμφωνα με την ψυχαναλύτρια Alice Miller «Δεν είναι το τραύμα το οποίο μας κάνει να υποφέρουμε συναισθηματικά αλλά η ανικανότητα μας να μιλήσουμε για αυτό»(Miller,1984).
Στην περίπτωση των βρεφών δεν πρόκειται για την μη επικοινωνία του τραύματος αλλά για την μη ικανότητα μας ως φροντιστές να αφουγκραστούμε και να απαντήσουμε συναισθητικά σε αυτό που συμβαίνει.
Τα βρέφη κουβαλούν τις αναμνήσεις τους σχετικά με τον πόνο της γέννας στο σώμα τους ως βιωμένη εμπειρία, γεγονός που μπορεί να ενεργοποιηθεί ξανά μετά την γέννα αλλά και στην διάρκεια της ζωής τους μετέπειτα.
Μας μιλάνε για αυτό όχι με λέξεις αλλά με το «αναμνησιακό κλάμα» και τη «βρεφική σωματική γλώσσα».
Οι περισσότεροι από εμάς είμαστε εξοικειωμένοι με το κλάμα που φέρει την εκπλήρωση μια ανάγκης όπως η πείνα, το κρύο, η κούραση ή δυσφορία αλλά όχι το κλάμα που φέρει μνήμη. Δεν πρόκειται βέβαια για ένα είδος μνήμης όπως π.χ τι φαγητό είχαμε χθες αλλά μια μνήμη ως βιωμένη σωματική εμπειρία του ,πως δηλαδή βίωσε την γέννα του.
Τα βρέφη θυμούνται ακριβώς σε ποιο σημείο της γέννας τους εγκαταλήφθηκαν τα όρια της αντοχής τους. Σε σωματικό επίπεδο αυτό το τραύμα υποδηλώνεται μέσω της διέγερσης του νευρό-ενδοκρινικού συστήματος.
Σε ψυχικό επίπεδο εκφράζεται μέσω δυνατών συναισθημάτων ταυτόχρονα με βαθιές υπαρξιακές αγωνίες για τη ζωή αλλά και τον φόβο του αφανισμού.
Το αναμνησιακό κλάμα τείνει να υποδηλώσει τρία βασικά συναισθήματα:
θυμό/μένος, άγχος και θλίψη/πένθος
Είναι αλήθεια ότι μπορούμε να διακρίνουμε αυτούς τους συναισθηματικούς τόνους που συνοδεύουν το κλάμα αυτό αν παρατηρήσουμε προσεκτικά τα βρέφη μας.
Όταν ένα βρέφος έχει αναμνησιακό κλάμα που δεν μπορεί να ανακουφιστεί προκαλεί έντονη δυσφορία και ματαίωση στους γονείς που προσπαθούν να κάνουν ότι καλύτερο μπορούν. Επειδή όμως αντιδρούν στο συγκεκριμένο κλάμα σαν να είναι κλάμα ανάγκης το επίπεδο δυσφορίας ανεβαίνει καθώς το μωρό δεν ανακουφίζεται.
Αυτό με την σειρά του προκαλεί μεγάλη δυσφορία και ματαίωση και στους γονείς ενεργοποιώντας ένα φαύλο κύκλο συναισθηματικών αντιδράσεων, αντιστάσεων και ματαιώσεων.
Όταν όμως οι γονείς μπορέσουν να αντιληφθούν το ψυχικό αίτημα του αναμνησιακού κλάματος που δεν είναι άλλο από την ακρόαση, την αποδοχή και την ενσυναίσθηση, τα βρέφη τους νιώθουν ότι οι αισθήσεις τους είναι ένα πεδίο που μπορούν να εμπιστεύονται από εδώ και πέρα εφόσον το περιβάλλον τους τις πλαισιώνει και ανταποκρίνεται σε αυτές.
Για πολλούς γονείς το μνημονικό κλάμα και η βρεφική σωματική επικοινωνία είναι νέες πληροφορίες και επομένως είναι εύλογα σκεπτικοί ως προς αυτά.
Το προσωπικό τους άλυτο τραύμα γέννας και η περιγεννητική ιστορία τους που δεν έχει ακουστεί ποτέ θα ενεργοποιηθεί ασυνείδητα και επομένως η ψυχική τους αντοχή στο συγκεκριμένο κλάμα θα είναι πιθανώς περιορισμένη.
Το να εκπαιδεύσουμε τους γονείς να κατανοούν την σπουδαιότητα του μνημονικού κλάματος τους βοηθά να εμπιστευτούν την διαδικασία και να εμβαθύνουν την ενσυναίσθηση μεταξύ εκείνων και του μωρού τους.
Τα βρέφη είναι πολύ πιο συναισθηματικά εναρμονισμένα με εμάς από ότι αρχικά εμείς με αυτά.
Αυτό συμβαίνει γιατί είμαστε ως επί το πλήστον εκπαιδευμένοι να παρακάμπτουμε τα ενστικτώδη και διαισθητικά ψυχικά στοιχεία μας, καθοδηγούμενοι κυρίως από τις θεωρητικές επιγνώσεις μας. Με αυτόν τον τρόπο εμποδίζουμε τις αισθήσεις μας αντίθετα με τα βρέφη που οι αισθήσεις τους είναι διαρκώς ενεργοποιημένες και σε διάδραση με το περιβάλλον τους.
Όσο πιο πολύ ανασύρουμε και επιλύουμε το δικό μας τραύμα γέννησης, γινόμαστε ολοένα και πιο ενσυναισθητικοί και παρόντες στο τραύμα γέννησης των μωρών μας. Δυστυχώς δεν μπορούμε να βοηθήσουμε ουσιαστικά τα βρέφη μας μόνο από μια θεωρητική βάση.
Μέσω αυτού οι γονείς μπορούν να αντέξουν την ένταση της μνήμης του βρέφους του που έρχεται μέσω από το κλάμα δημιουργώντας ένα ασφαλές περιβάλλον όπου μπορούν οι ιστορίες των βρεφών να «ακουστούν» και το τραύμα να επουλωθεί. Μόλις η ιστορία έχει ενσυναισθητικά πλαισιωθεί και εισακουστεί η βρεφική σωματική επικοινωνία και το μνημονικό κλάμα τραύματος σταδιακά αποσύρονται και σχεδόν εξαφανίζονται αφού πια το αίσθημα εγκλωβισμού του βρέφους έχει επικοινωνηθεί και επιλυθεί.
Η διαδικασία αυτή οδηγεί το βρέφος να μετακινηθεί από μία θέση τραυματισμού σε μια θέση ψυχικής αντοχής.
Appleton, M. (2017). The Influence of Birth Trauma on the Physical and Emotional Well-Being of the Baby. Journal of Prenatal & Perinatal Psychology & Health, 31(3), 165.
Miller, A. (1984). Thou shalt not be aware. New York: Farrar, Straus & Giroux.
Γράφει η Kalliopi Kremastioti