Μια μέρα, ενώ έκανα τις επισκέψεις μου στο νοσοκομείο, επισκέφτηκα την Τζαν, μια νέα μητέρα, και τη βρήκα μελαγχολική. “Τι συμβαίνει;” τη ρώτησα.
“Να, όλα αυτά τα σαρωτικά συναισθήματα που υποτίθεται ότι πρέπει να νιώθω για το μωρό μου, εγώ δεν τα νιώθω. Είμαι νευρική και αγχωμένη και δεν ξέρω τι να κάνω“.
“Δεν παθαίνουν όλα τα ζευγάρια κεραυνοβόλο έρωτα“, της είπα για να την ενθαρρύνω, “ούτε στο φλερτ ούτε στη μητρότητα. Ορισμένα ζεύγη μητέρας και μωρού χρειάζονται χρόνο για να μάθουν να αγαπιούνται. Μην ανησυχείς, θα σε βοηθήσει το μωρό. Πρέπει, όμως, κι εσύ να φτιάξεις τις συνθήκες που θα επιτρέψουν στο σύστημα να πάρει μπρος. Και η πιο σημαντική συνθήκη είναι το να έχεις το μωρό κοντά σου“.
Ο δεσμός μητέρας-βρέφους βασίζεται στην επικοινωνία μητέρας-βρέφους, η οποία είναι αμφίδρομη.
Οι πρώτοι ήχοι κλάματος του μωρού ενεργοποιούν τα συναισθήματα της μητέρας. Η επίδρασή τους πάνω της είναι τόσο σωματική όσο και ψυχολογική. Καθώς η μητέρα σκέφτεται “Τι να συμβαίνει άραγε;“, ο οργανισμός της προετοιμάζεται να παρηγορήσει το μωρό. Η ροή του αίματος προς το στήθος αυξάνεται και η μαμά μπορεί να νιώθει ήδη το αντανακλαστικό εκτόξευσης του γάλακτος να ενεργοποιείται. Έχει τότε τη βιολογική αλλά και τη συναισθηματική παρόρμηση να πάρει αγκαλιά το μωρό και να το παρηγορήσει – με τη φωνή, με το άγγιγμα, με το γάλα της.
Το σηκώνει, λοιπόν, απαλά και δοκιμάζει διαάφορους τρόπους για να το ηρεμήσει. Του μιλάει, του τραγουδάει, του χτυπάει μαλακά την πλατούλα, το θηλάζει, το κάνει βόλτα στο δωμάτιο. Μπορεί το πρώτο πράγμα που θα κάνει να μην πιάσει, όμως εκείνη συνεχίζει να προσπαθεί, μέχρι να ηρεμήσει το μωρό. “Αχ, αυτό ήταν” σκέφτεται. “Ήθελε να το βάλω στον ώμο μου [ή να θηλάσει ή να ακούσει τη φωνή μου]“.
Στο μεταξύ, το μωρό σκέφτεται: “Ήμουν αναστατωμένο και έκλαψα. Και μετά με πήραν αγκαλιά. Και τώρα νιώθω καλύτερα“.
Έτσι και οι δύο έχουν μάθει κάτι που μπορούν να εφαρμόσουν στις επόμενες απόπειρες επικοινωνίας τους. Δεν υπάρχει άλλο σήμα στον κόσμο που να προκαλεί τόσο έντονη ανταπόκριση σε μια μητέρα όσο το κλάμα του μωρού της.
Όταν τα μωρά και οι μητέρες μένουν στο δωμάτιο μαζί, έχουν πολλές ευκαιρίες να κάνουν εξάσκηση στην επικοινωνία τους.
Καθώς η μητέρα βρίσκεται εκεί δίπλα, μπορεί να αρχίσει να παρατηρεί τι κάνει το μωρό της προτού βάλει τα κλάματα. Το παίρνει αγκαλιά όταν ξυπνάει και αρχίζει να αναδεύεται ή να κάνει γκριμάτσες, και το ησυχάζει προτού καν αρχίσει να κλαίει και σίγουρα προτού βγει εκτός ελέγχου και δυσκολεύεται να σταματήσει. Έτσι μαθαίνει να διαβάζει τα σήματα που προηγούνται του κλάματος και να ανταποκρίνεται με τον κατάλληλο τρόπο – κι επειδή αυτά τα πιο ήπια σήματα βρίσκουν την ανταπόκριση που χρειάζεται το μωρό, μαθαίνει κι εκείνο να τα χρησιμοποιεί πιο συχνά.
Αφού προβάρουν αυτόν τον διάλογο αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στο μαιευτήριο, μητέρα και μωρό έχουν αρχίσει πλέον να συνεργάζονται ως ομάδα. Το μωρό μαθαίνει να εκπέμπει καλύτερα σήματα και η μητέρα μαθαίνει να ανταποκρίνεται πιο σωστά. Ακόμα και η λειτουργία των ορμονών της εξομαλύνεται. Εφόσον μπορεί να ανταποκρίνεται με σιγουριά και ηρεμία στο μωρό, το αντανακλαστικό εκτόξευσης γάλακτος λειτουργεί σωστά κι έτσι το μωρό παίρνει το γάλα που χρειάζεται, την κατάλληλη στιγμή.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Ανατροφή Ισχυρού Δεσμού» των συγγραφέων William & Martha Sears