Δεν ξεκολλά από την φούστα σας, επιζητά συνεχώς την παρέα σας, σας καλεί να παίξετε μαζί, θέλει να σας ακολουθεί όπου κι αν πάτε. Φυσικά, δεν διανοείται πως κάποιος άλλος θα αναλάβει το άλλαγμα των ρούχων, το τάισμα ή το μπανιάρισμα του, ούτε δέχεται εύκολα το χάδι των συγγενών ή των οικογενειακών φίλων που το αγαπάνε.
Κάθε φορά που απομακρύνεστε από κοντά του, το μικρό σας αρχίζει να κλαίει απελπισμένα. Μόλις όμως το πάρετε στην αγκαλιά σας, αμέσως ησυχάζει και σας χαρίζει ένα πλατύ χαμόγελο. Γιατί αντιδρά έτσι;
Είναι πολύ απλό. Ένα μωρό γνωρίζει περισσότερο από κάθε άλλον τη μητέρα του, αφού αυτή το φροντίζει, ικανοποιεί τις λειτουργικές του ανάγκες, είναι κοντά του σχεδόν πάντα. Αν δεχτούμε αυτή την κατάσταση ως δεδομένη, συμπεραίνουμε πως όλα τα παιδιά, τον πρώτο τουλάχιστον χρόνο, τρέφουν μια ιδιαίτερη αδυναμία στη μαμά, αδυναμία που βασίζεται περισσότερο στην ανάγκη, παρά στην επιθυμία. Πως εκδηλώνεται η συγκεκριμένη αδυναμία; Με το να απλώνει το μωρό σας τα χεράκια του κάθε φορά που σας αντικρίζει, με το να επιζητά την αγκαλιά σας και με το να μην θέλει να φύγει από δίπλα σας.
Το άγχος του αποχωρισμού
Κάθε παιδί γύρω στον 7ο μήνα της ζωής του διαμορφώνει έναν ισχυρό συναισθηματικό δεσμό με τη μητέρα. Το μωρό σας τώρα αρχίζει να ανακαλύπτει το συναίσθημα του φόβου. Και πιο συγκεκριμένα, αισθάνεται το φόβο ότι θα μείνει μόνο του, ότι μπορεί η μαμά του να φύγει και να το αφήσει. Και αυτό συμβαίνει ακόμα κι αν, από την μέρα που γεννήθηκε, περνάτε σχεδόν όλο τον χρόνο μαζί του και δεν χάνετε την ευκαιρία να του δείξετε την στοργή και την αγάπη σας. Μην ξεχνάτε όμως, ότι το παιδί σας δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει τις αποδείξεις της αγάπης σας.
Έτσι λοιπόν, μόλις απομακρυνθείτε λίγο από κοντά του, απελπίζεται και βάζει αμέσως τα κλάματα, ακόμα κι όταν δεν υπάρχει κανένας λόγος, όταν η κατάσταση είναι ήρεμη και τίποτα δεν προμηνύει αυτό που θα επακολουθήσει. Για παράδειγμα: το αφήνετε στον παππού και την γιαγιά για να κάνετε κάποιες δουλειές: Εσείς είστε ήσυχη. Το παιδί ξέρει τους παππούδες του, σίγουρα μπορεί να τους αναγνωρίσει, έχει μείνει μαζί τους, έχουν παίξει μαζί του και φυσικά δεν του χαλάνε χατίρι. Και όμως, το παιδί θέλει εσάς και μόνο εσάς. Θέλει την δική σας παρουσία και το δείχνει κλαίγοντας ασταμάτητα και γραπώνοντάς σας από το πόδι. Αλλά γιατί όλη αυτή η απελπισία; Σε τι οφείλεται;
Για να καταλάβετε και να εξηγήσετε αυτή την αντίδραση του παιδιού, πρέπει να προσπαθήσετε να δείτε τα πράγματα από την πλευρά του. Αφότου γεννήθηκε, το μωρό σας έχει συνηθίσει να έχει όλη σας την προσοχή και φροντίδα. Εξαρτιόταν στην κυριολεξία από εσάς, αφού μόνο του δεν μπορούσε να ικανοποιήσει καμία του ανάγκη. Για τον λόγο αυτό, δεν ξεχώρισε τον εαυτό του από τη μαμά του.
Για εκείνο, είστε -για μεγάλο χρονικό διάστημα- η φυσική προέκταση του εαυτού του.
Μόνο τώρα, που έχει κάπως μεγαλώσει, καταλαβαίνει ότι είστε δύο ξεχωριστά πρόσωπα. Αυτό όμως είναι δύσκολο να το δεχτεί και έτσι υποφέρει με την απουσία σας. Βέβαια το μωρό σας δεν κλαίει μόνο επειδή του λείπει η φυσική σας παρουσία.
Η «μαμά» δεν αντιπροσωπεύει για το παιδί μόνο κάποια χάδια, κάποια γλυκά λογάκια και χαμόγελα, γίνεται γι’ αυτό μια μοναδική γέφυρα με την πραγματικότητα. Χωρίς την παρουσία της, νιώθει ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση μέσα σ’ ένα κόσμο που του φαίνεται πολύ «επιθετικός» με τα τόσα καινούργια ερεθίσματα και αισθήσεις. Έτσι, για άλλη μια φορά, κλαίει.
Το άγχος αυτό έχει ανοδική πορεία με κορύφωση στο διάστημα μεταξύ 13ου και 18ου μήνα μετά τον οποίο αρχίζει να ελαττώνεται σταδιακά. Η ηλικία αυτή αποτελεί και την κρίσιμη στιγμή στη ζωή κάθε παιδιού, αφού αρχίζει πλέον να ανεξαρτητοποιείται. Το παιδί αρχίζει να περπατά, να μιλά, να καταλαβαίνει την έννοια της ύπαρξής του, του εαυτού του. Αμέσως συμβαίνει μια αλλαγή στην σχέση του με την μητέρα, την οποία τμήμα της ψυχολογίας την ονομάζει «ρήγμα». Η αλλαγή αυτή είναι ριζική και επηρεάζει το παιδί ανάλογα με τον τρόπο που τη χειρίζεται η μητέρα. Αν για παράδειγμα, η μητέρα είναι πολύ δεμένη με το παιδί, τότε είναι πολύ πιθανό να μην δεχτεί την τάση του για ανεξαρτησία.
Συνήθως από το 3ο έτος τα περισσότερα παιδιά ξεπερνούν το «άγχος» τους και μπορούν να μείνουν σε ένα χώρο με άλλα φιλικά ή συγγενικά πρόσωπα χωρίς απαραίτητα την παρουσία της μητέρας. Η «απεξάρτηση» λοιπόν του παιδιού από τη μητέρα πρέπει να γίνεται σταδιακά ώστε το παιδί να κόψει τον «ψυχολογικό ομφάλιο λώρο», για να εξελιχθεί σε μια αυτόνομη και ολοκληρωμένη προσωπικότητα.
Κινήσεις που θα το γαληνέψουν:
Πως μπορείτε λοιπόν, να αντιμετωπίσετε το φόβο του ότι θα σας χάσει;
Μια καλή μέθοδος είναι να παρατηρήσετε για πόση ώρα κλαίει, καθώς και την ένταση του κλάματος. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα μωρά δεν κλαίνε γιατί είναι πραγματικά δυστυχισμένα αλλά γιατί θέλουν να τραβήξουν την προσοχή. Αν το παιδί σας είναι ήδη ενός έτους, συνδέει ευκολότερα την αποχώρησή σας με πολύ συγκεκριμένες καταστάσεις. Για παράδειγμα, μπορεί ν’ αρχίσει να κλαίει αν σας δει να κατευθύνεστε προς την πόρτα γιατί θα νομίζει ότι πάτε για ψώνια. Σε αυτή την περίπτωση, προσπαθήστε να του εξηγήσετε την κατάσταση. Για παράδειγμα, πείτε του:
«Η μαμά δεν φοράει παπούτσια. Όταν βγαίνει έξω η μαμά φοράει πάντα παπούτσια, όπως κι εσύ. Μην φοβάσαι λοιπόν, θα μείνω εδώ μαζί σου».
Σημασία έχει λοιπόν να του μιλάτε, να το καθησυχάζετε, χωρίς να υποτιμάτε οτιδήποτε για εκείνο μπορεί να αποτελεί πρόβλημα. Επομένως καλό θα ήταν να αποφεύγετε φράσεις όπως:
«Τι φοβάσαι ότι θα πάθεις; Αφού είναι εδώ ο παππούς και η γιαγιά!».
Θέλετε να φύγετε, μα το μικρό σας κλαίει γοερά. Σίγουρα, δεν μπορείτε να το αφήσετε έτσι. Το πρόβλημα πρέπει να αντιμετωπιστεί εκ των προτέρων. Καλό είναι λοιπόν, να ενημερώσετε το παιδί για την έξοδό σας. Αν δεν πρόκειται να το πάρετε μαζί σας, πρέπει να του το πείτε, εξηγώντας του επίσης που θα πάτε και γιατί δεν μπορεί να έρθει μαζί σας. Αλλά κυρίως πρέπει να του υποσχεθείτε (και να κρατήσετε την υπόσχεσή σας) ότι μόλις γυρίσετε θα παίξετε μαζί του. Το κλειδί λοιπόν της επιχείρησης «αποχώρηση δίχως κλάματα» είναι να στρέψετε το ενδιαφέρον του παιδιού από την στιγμή του αποχωρισμού στην στιγμή που θα είστε και πάλι μαζί, γεμίζοντάς το υποσχέσεις και προσδοκίες. Φροντίστε να μην «κοροϊδεύετε» το παιδί. Μην του λέτε ότι… έρχεστε αμέσως και ξαφνικά εξαφανίζεστε αφήνοντας σε κάποιον άλλο την φροντίδα του.
Έτσι το παιδί θα έχει ανασφάλεια και δεν θα ξέρει τι και πότε να πιστέψει!
Το γεγονός ότι πρέπει να γυρίσετε σύντομα στα εργασιακά σας καθήκοντα, σας αναγκάζει να προβείτε στην λύση του παιδικού σταθμού (όταν δεν υπάρχει βοήθεια από την γιαγιά). Συνήθως τα πολύ μικρά παιδιά δεν είναι έτοιμα για τόσο μεγάλες αλλαγές σε πρόσωπα και χώρο. Χρειάζονται ένα οικείο και ήρεμο περιβάλλον καθώς επίσης και ένα κατάλληλο και κατ’ αποκλειστικότητα πρόσωπο (συγγενικό ή μια babyssiter) που θα ασχολείται μαζί του και θα το βοηθήσει να πατήσει στα πόδια του πρακτικά και συναισθηματικά. Αν πρόκειται να μεταφερθεί σε άλλο σπίτι θα πρέπει να πάρει μαζί του οσο το δυνατόν περισσότερα προσωπικά αντικείμενα καθώς και κάποιο αγαπημένο του παιχνίδι, μαξιλάρι ή κουβέρτα με τα οποία είναι πολύ συναισθηματικά συνδεδεμένο.
Μην είστε συγκρατημένοι στις εκδηλώσεις αγάπης και τρυφερότητας για να το βοηθήσετε να απαγκιστρωθεί από πάνω σας. Μια ψυχρή συμπεριφορά μπορεί να προκαλέσει τα αντίθετα αποτελέσματα. Και να κάνει το παιδί να σας αναζητά περισσότερο.
Αποφύγετε επίσης να είστε υπερπροστατευτική μαζί του γιατί ενισχύει την εξάρτηση και ευνουχίζει συναισθηματικά το παιδί γεμίζοντας το φόβους, ανασφάλεια και ανικανότητα να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα μόνο του.
Επιβραβεύστε τις προσπάθειες του παιδιού όταν κάνει κάτι μόνο του.
Σε αυτή την ηλικία το παιχνίδι μπορεί να είναι διερευνητικό όπου υλικό που μπορεί να χρησιμοποιήθει είναι τα απλά καθημερινά αντικείμενα που χρησιμοποιούνται για οικιακή χρήση ή παραδοσιακά παιχνίδια που τα πιάνει και κάνουν ήχους. Να μπορεί να τα ψηλαφήσει, να τα κομματιάσει για να δεί τι έχουν μέσα, να τα βάλει στο στόμα.
Επίσης από 7 μηνών το παιχνίδι μπορεί να είναι μιμητικό και πολλές φορές αντικείμενο μίμησης μπορεί να είναι οι γονείς. Αυτό βοηθάει στην ταυτοποίηση του μαζί σας.
Μετά τους 18μήνες γίνεται περισσότερο δημιουργικό όπως το απλό χτίσιμο με ξύλινους κύβους. Είναι η ηλικία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν αρκετά εκπαιδευτικά παιχνίδια.
Από 2 ετών το παιχνίδι γίνεται περισσότερο φανταστικο δίνοντας του την ευκαιρία να «παίξει» γεγονότα της ζωής του.
Περίπου στην ηλικία των 4 ετών μπορεί να συμμετάσχει σε παιχνίδι με κανόνες, όπως επιτραπέζιο και σε ομαδικά παιχνίδια.
Σημάδια «εξαρτημένων» παιδιών (πάνω από 2 ετών)
Αν το παιδί εμφανίζει 3 ή περισσότερα από τα ακόλουθα συμπτώματα τότε βιώνει υπερβολικό άγχος αποχωρισμού:
- Αυξημένη αγωνία όταν συμβαίνει ή επίκειται αποχωρισμός του παιδιού από το σπίτι ή από σημαντικά πρόσωπα του περιβάλλοντός του
- Υπερβολική αγωνία του παιδιού που αφορά την πιθανότητα να συμβούν ατυχήματα ή απώλειες σημαντικών προσώπων του περιβάλλοντός του
- Υπερβολικό άγχος του παιδιού ότι ένα αποκρουστικό γεγόνος θα οδηγήσει σε αποχωρισμό από ένα σημαντικό πρόσωπο του περιβάλλοντός του
- Επιμονη απροθυμία ή άρνηση να πάει στο σχολείο ή αλλού εξαιτίας του φόβου αποχωρισμού
- Επίμονος και υπερβολικός φόβος να μείνει μόνο ή χωρίς σημαντικά πρόσωπα του περιβάλλοντος στο σπίτι ή χωρίς σημαντικούς ενήλικες σε άλλα πλαίσια.
- Επίμονη απροθυμία ή άρνηση να πάει για ύπνο χωρίς την παρουσία κοντά του κάποιου σημαντικού για εκείνο ενήλικα ή να κοιμηθεί σε άλλο σπίτι
- Επαναλαμβανόμενοι εφιάλτες με θέμα τον αποχωρισμό
- Επαναλαμβανόμενα παραπονα σωματικών ενοχλημάτων {πονοκέφαλος, ναυτία, έμετοι} όταν συμβαίνει ή επίκειται αποχωρισμός από σημαντικά πρόσωπα.
Παράγοντες που επηρεάζουν την ανάπτυξη προσκόλλησης
Η προσκόλληση των παιδιών, σύμφωνα με τον Bowlby είναι ένα εγγενές σύστημα συμπεριφοράς κοινό σε όλα τα ζωικά είδη που το χρησιμοποιεί ο οργανισμός για να εξασφαλίσει την βοήθεια των άλλων για επιβίωση. Το ανήμπορο βρέφος διαθέτει εγγενώς ένα σύστημα σηματοδοτικών αντιδράσεων {κλάμα, χαμόγελο, βάβισμα, προσήλωση του βλέμματος, μίμηση} που το βοηθούν να σηματοδοτήσει τις ανάγκες του και να προσανατολίσει τις ενέργειες των προσώπων γύρω του ώστε να ικανοποιούνται οι ανάγκες αυτές.
Μεγάλη σημασία έχουν και τα χαρακτηριστικά των παιδιών για την ανάπτυξη της προσκόλλησης καθώς και η ποιότητα της αλληλεπίδρασης των γονέων με το παιδί.
Πρόληψη
Αν το βρέφος βιώσει μια σταθερή, γεμάτη αγάπη και ασφάλεια σχέση κατά τα πρώτα αυτά χρόνια, τότε πολύ πιθανόν να αναπτύξει και ένα αίσθημα εμπιστοσύνης και ασφάλειας. Αντίθετα, αν το βρέφος βιώσει αρνητικές εμπειρίες σ’ αυτήν την κρίσιμη φάση της ζωής του, πιθανόν να οδηγηθεί σε μια έλλειψη εμπιστοσύνης στον κόσμο, τους συνανθρώπους του. Έτσι, η πρώτη μορφή πίστης (εμπιστοσύνης) στηρίζεται στο θεμέλιο της βασικής εμπιστοσύνης και ελπίδας που προέρχεται από τηφροντίδα των άλλων. Από τις παρατηρήσεις της αλληλεπίδρασης του παιδιού με τους γονείς, το πώς δηλαδή οι γονείς ανταποκρίνονταν στις συμπεριφορές του βρέφους, η Ainsworth τεκμηρίωσε πειραματικά τους ακόλουθους τύπους ασφαλούς και ανασφαλούς προσκόλλησης:
- Την ασφαλή προσκόλληση: Οι γονείς είναι εναρμονισμένοι με τις ανάγκες του παιδιού και ανταποκρίνονται άμεσα.
- Την αγχώδη αποφευκτική: Οι γονείς δεν ανταποκρίνονται άμεσα και συνήθως είναι επικριτικοί και αντιδρούν με θυμό ή τιμωρία όταν τα παιδιά εκφράζουν
έντονα συναισθήματα - Την αγχώδη αμφιθυμική: Οι γονείς χαρακτηρίζονται από ασταθή απαιτητικότητα. Οι μητέρες τείνουν να αγνοούν τα σήματα του βρέφους για προσοχή και γενικά είναι απρόβλεπτες στην ανταπόκρισή τους.
Στον τύπο του ασφαλούς «Δεσμού Προσκόλλησης» το βρέφος αισθάνεται άνετα και εξερευνά το χώρο όταν η μητέρα είναι παρούσα, αλλά είναι στενοχωρημένο και δείχνει δυσφορία, όταν η μητέρα φεύγει.
Δείχνει, ωστόσο, ευχαρίστηση και χαρά, όταν η μητέρα επιστρέφει και πάλι. Αυτά τα βρέφη ανταποκρίνονται με χαρά στην αλληλεπίδραση ή επανένωση με τους γονείς, χαιρετούν τους γονείς ενεργητικά, εξερευνούν το περιβάλλον γύρω τους γνωρίζοντας πού είναι οι γονείς, αναζητούν την επαφή με τους γονείς και όταν είναι λυπημένα εκδηλώνουν εμπιστοσύνη στις εκδηλώσεις των γονιών τους απέναντί τους.
Εκδήλωναν, επίσης, περισσότερη ανθεκτικότητα στην πρώιμη και μέση παιδική ηλικία, και μπορούσαν να αντιμετωπίσουν καλύτερα τις δυσκολίες, αλλά και συνέρχονται γρηγορότερα. Τα βρέφη με ασφαλή προσκόλληση βρέθηκε ακόμα να έχουν μεγαλύτερη ευελιξία στην επεξεργασία τρεχουσών πληροφοριών και ανταποκρίνονταν καλύτερα στις νέες καταστάσεις και σχέσεις. Έρευνες δείχνουν ότι τα παιδιά με ασφαλή προσκόλληση δείχνουν περισσότερα θετικά συναισθήματα στο παιχνίδι στο νηπιαγωγείο και στο σχολείο και έχουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και ως ενήλικας έχει αυτοπεποίθηση, καλές διαπροσωπικές σχέσεις, αισιόδοξη στάση, πλησιάζει εύκολα τους ανθρώπους, δε φοβάται την απόρριψη ή τη στενή σχέση και έχει ένα θετικό μοντέλο του εαυτού του και των άλλων.
Ο ανασφαλής «Δεσμός Προσκόλλησης» χαρακτηρίζεται από φόβο, άγχος, θυμό, ή αδιαφορία προς το βασικό φροντιστή. Το βρέφος μπορεί να δείξει αδιαφορία κατά την επιστροφή του φροντιστή – δε δείχνει χαρά ή αγνοεί εντελώς το πρόσωπο.
Οι Τύποι Ανασφαλούς Προσκόλλησης μπορούν να διακριθούν στους ακόλουθους:
Αγχώδης / Αποφευκτική Προσκόλληση:
Χαρακτηρίζει τα βρέφη που εκφράζουν αγωνία και θυμό όταν φροντιστής φεύγει, και δεν είναι σε θέση να παρηγορηθούν όταν επιστρέφει. Παραμένουν στενοχωρημένα παρά τις προσπάθειες της μητέρας να τα παρηγορήσει. Είναι απρόθυμα να εξερευνήσουν το περιβάλλον, αναστατώνονται εύκολα και παρουσιάζουν απογοήτευση με τις ανταποκρίσεις των γονιών τους, τους αποφεύγουν ή αγνοούν εντελώς την παρουσία τους, δείχνουν μικρή ανταπόκριση όταν οι γονείς είναι κοντά, κάποτε εμφανίζουν ισχυρές συναισθηματικές εκρήξεις, και μπορεί να αποφύγουν ή να αγνοήσουν την ανταπόκριση του γονέα προς αυτά.
Σε αυτή τη μορφή προσκόλλησης το βρέφος αποφεύγει το πρόσωπο που το φροντίζει και ενεργεί ψυχρά απέναντί του… κουβαλά ασυνείδητα θυμό και άγχος και οικοδομεί άμυνες εναντίον της συνειδητοποίησης ή της έκφρασης ορισμένων συναισθηματικών πληροφοριών. Δείχνει επιθετικότητα και περισσότερη αντιδραστικότητα σε σχέση με άλλες ομάδες.
Αμφίσημη-Με Αντίσταση Προσκόλληση:
Χαρακτηρίζει τα βρέφη που αρχικά προσκολλώνται στο φροντιστή, ενώ μετά αντιστέκονται απέναντί του. Αναζητούν τους γονείς, αλλά στη συνέχεια αγωνίζονται να ξεφύγουν.
Αποδιοργανωμένη Προσκόλληση:
Χαρακτηρίζει τα βρέφη που δεν είναι προβλέψιμα στη συμπεριφορά τους. Φαίνεται να μην μπορούν να αντεπεξέλθουν εύκολα ή να παρηγορηθούν όταν είναι αναστατωμένα. Δείχνουν ενδείξεις φόβου ή σύγχυσης προς το πρόσωπο του προσώπου που τα φροντίζει.