Ξέρω τι θέλεις να μου πεις. Να μην σε αγκαλιάζω μπροστά στους φίλους σου. Να κατεβάζω τα ξερά μου, να μην τα τυλίγω γύρω από τους ώμους σου, να μην πιάνω ούτε μια τρίχα από τα μαλλιά σου. Και ειδικά μπροστά στους φίλους σου.
Ξέρω και άλλα. Όταν σε πάω στο σχολείο κάποια βροχερή μέρα, να μην κάθομαι απέξω να σε κοιτάω να μπαίνεις. “Σ’ αγαπώ, αλλά δεν είμαι μωρό”. Να μην σε χαιρετάω από το παράθυρο του αυτοκινήτου γιατί, είπαμε δεν είσαι μωρό. Το ότι θα είσαι για πάντα το μωρό μου, το κατεβάζω αμάσητο, σαν αυτά τα χάπια που παίρνω για την πίεση, όταν μου ανάβεις τα λαμπάκια.
Ξέρω ότι στην ηλικία αυτή, οι φίλοι σου είναι το πιο σημαντικό πράγμα για σένα και αν δουν τη μαμά να σε αγκαλιάζει θα πουν “τον αγκαλιάζει η μαμά του, τον μαμάκια, τον μαμόθρεφτο, τον… τον…”. “Ούτε οι άλλες μάνες αγκαλιάζουν τους φίλους μου”. Κι αυτό το ξέρω. Είμαστε πολλές που έχουμε κόψει τα χέρια μας, λες και ψηφίσαμε λάθος κόμμα, και δεν τα απλώνουμε πια πάνω σας, γιατί, άντε να το πω να το ξαναθυμηθώ, δεν είστε μωρά.
Τα λέμε μεταξύ μας οι μάνες, σε καφέ ή βόλτες και γελάμε. Πικρά. “Εμένα δεν με αφήνει ούτε να λέω γεια όταν είναι με τους φίλους του” λέει η μία. “Μια μέρα πήγα να του φτιάξω τη κουκούλα που είχε γυρίσει προς τα έξω και τινάχτηκε λες και τον τσίμπησε κουνούπι του Νείλου” λέει η άλλη. Αυτή η ομοιοαστασία, όταν τα συζητάμε μας κάνει να νιώθουμε καλύτερα που έχουμε μαζέψει τα κουλά μας, έχουμε κάνει την τρυφερότητα κόμπο γιατί η εφηβεία υποτίθεται ότι δεν θέλει τρυφερότητα. Ή μάλλον θέλει, αλλά με μέτρο και όχι δημόσια. Μια φίλη λέει “κάνει ότι δεν θέλει. Εσύ να τα τσιμπάς, να τα πιάνεις, όταν είστε στο σπίτι. Εγώ έτσι κάνω. Πάω και τους κάνω μια σφιχτή αγκαλιά εκεί στα καλά καθούμενα… Κάθονται και δεν κάθονται. “Ωχου ρε μαμά” λένε, αλλά ξέρω ότι το ζητάνε, κι ας κάνουν ότι δεν το ζητάνε. Αλλά ποτέ μπροστά σε άλλους. Αυτό είναι απαγορευμένη ζώνη”.
Γελάμε με αυτά που ζούμε με τους εφήβους μας. Ξέρουμε ότι είναι όλα τόσο φυσιολογικά, ότι είναι φάσεις που θα περάσουν, σαν ίωση, και ακόμα έχουμε δρόμο μπροστά μας. Είναι “πίστες” όπως λέω εγώ, σαν αυτές που “περνούσαμε” εμείς, όταν παίζαμε ηλεκτρονικά στο πρώτο μας κομπιούτερ. Και κάθε φορά που περνάς μια πίστα, κερδίζεις εμπειρία, “κανονάκια” που λένε, και πας για την επόμενη πιο δυνατός. Και αν χάσεις, όπως και στα παιχνίδια, χάνεις “ζωή” και την πιάνεις πάλι από την αρχή. Μέχρι να την περάσεις την άτιμη και να πας στην επόμενη.
Εντάξει λοιπόν, δεν θα σε αγκαλιάζω μπροστά στους φίλους σου ρε παιδί μου, ούτε μπροστά σε κόσμο γενικά. Θα σου φέρομαι με σεβασμό και όχι σαν μικρό παιδί. Έχεις δίκιο. Μην τα ξαναλέμε. Ούτε θα σε χαιρετάω από το παράθυρο του αυτοκινήτου, ούτε θα κάθομαι να σε κοιτάζω – καμαρώνω το λένε – που μπαίνεις στο σχολείο. Κι αν θες, για να δεις τι μάνα είμαι, θα σε αφήνω και στην άλλη γωνία, να μην ξέρει κανείς ότι σε έφερα εγώ.
Αλλά ότα θα μου έρθει μες στο σπίτι να σου κάνω μια στιγμιαία αγκαλιά που και που, κάνε κι εσύ τα στραβά μάτια. Εντάξει;
Γράφει η Λίνα Παπαδοπούλου