Θυμάμαι ένα καλοκαίρι, ήμουν παιδί, γύρω στα 12. Οι γονείς μου με είχαν αφήσει στον παππού και τη γιαγιά για 15 μέρες γιατί ο πατέρας μου θα έκανε μια σοβαρή επέμβαση. Αν και είναι ίδιον των γονιών να αφήνουν τα παιδιά τους στο παππού και τη γιαγιά τα καλοκαίρια και όχι μόνο, οι δικοί μου δεν το συνήθιζαν.
Ένιωσα, θυμάμαι, μια απίστευτη αίσθηση ελευθερίας, στην ιδέα ότι θα κάνω ό,τι θέλω, θα πηγαίνω όπου θέλω, δεν θα έχω την καθημερινή διαπραγμάτευση, που είσαι; τι ώρα θα γυρίσεις; μεσημέρια δεν θα γυρνάς έξω, όχι μόνη σου στη θάλασσα και ένα σωρό απαγορεύσεις και όρια που μου “κατέστρεφαν” την ευτυχία όπως νόμιζα τότε. Κι έτσι κι έγινε. Πήγα στον παππού και στη γιαγιά. Τις πρώτες 2 μέρες αλήτεψα σαν να μην υπάρχει αύριο. Ο παππούς και η γιαγιά, χαλαροί, άνετοι και μεγάλοι άνθρωποι, δεν ήξερα τι θα πει “όχι”.
Την τρίτη μέρα άρχισα να νιώθω μια απέραντη μοναξιά, ένα κενό κι ένα αίσθημα, σαν να ήμουν ορφανή. Θυμάμαι ότι δεν μπορούσα να χαρώ την ελευθερία που μου δόθηκε απλόχερα κι απρόσμενα, γιατί ήταν τόσο “μεγάλη” που δεν ήξερα τι να την κάνω. Χρειαζόμουν ένα πρόγραμμα, κάποιον να μου πει τι ώρα να γυρίσω, να δει ότι “κάηκα” από τον ήλιο και να μου βάλει αντηλιακό, να μου πει “το μεσημέρι θα φάμε όλοι μαζί”, να μου βάλει έναν κανόνα για να μπορέσω να απολαύσω περισσότερο αυτή την ελευθερία.
Αυτή την ελευθεριότητα η μικρή μέσα της δεν την εισέπραξε ως “η μαμά είναι καλή, με αφήνει να κάνω ό,τι θέλω και να λείπω πολλές ώρες από το σπίτι, α τι ωραία”
Φυσικά δεν πέρασα καλά τότε και είναι λογικό ότι στα 12 μου χρόνια δεν μπορούσα να καταλάβω ακριβώς τι μου έφταιγε. Αυτό που ξέρω είναι πως όταν ήρθαν οι γονείς μου χάρηκα τόσο πολύ, ένιωσα ασφάλεια, ενώ θα έπρεπε λογικά να ένιωθα άσχημα γιατί θα μαντρωνόμουν.
Τα χρόνια πέρασαν, έκανα μια κόρη η οποία έφτασε 13 ετών. Πριν από έναν χρόνο η μητέρα μου έπαθε άνοια κι έπρεπε να στρέψω όλη την προσοχή μου πάνω της μην έχοντας τόσο χρόνο για τη μικρή (να πω κάπου εδώ ότι ο μπαμπάς της έχει φύγει από τη ζωή και τη μεγαλώνω μόνη μου). Ήταν άνοιξη. Οι μέρες είχαν μεγαλώσει, ήταν πιο φωτεινές κι έτσι η κόρη μου έβγαινε όλο και περισσότερο έξω τα απογεύματα μετά το διάβασμα. επιστρέφοντας 10 μεν αλλά μετά από πολλές ώρες. Πάνω στον κυκεώνα της υγείας της μητέρας μου δεν είχα αντιληφθεί ότι αυτή η ελευθερία που είχα δώσει, “κατά λάθος” σχεδόν, στη μικρή θα’χε δυσάρεστα αποτελέσματα.
Μετά από 3 μήνες κι όταν, τελικά, κατάφερα να βρω ένα μικρό σπίτι κοντά μου για τη μητέρα μου και μια γυναίκα για να την φροντίζει, η μικρή είχε βγει από κάθε πρόγραμμα. Είχε παρουσιάσει μια επιθετική συμπεριφορά σε βαθμό που δεν μπορούσα να το ελέγξω ούτε να το “μαζέψω”.
Διάβασε τη συνέχεια στην επόμενη σελίδα