“Το παιδί σας έχει ΔΕΠΥ” μου είπε η σχολική σύμβουλος στο σχολείο του γιου μου. Ή πιο συγκεκριμένα μου είπε “δείτε το γιατί μάλλον έχει ΔΕΠΥ”.
“Χωρίς να με ρωτήσει τίποτα, χωρίς να έχει δει η ίδια το παιδί μέσα στην τάξη”, σκέφτηκα κι ευτυχώς που ήταν το πρώτο που μου ήρθε στο μυαλό και όχι “Θεέ μου, πώς θα το ξεπεράσουμε αυτό”. Γιατί το παιδί μου το ξέρω από τότε που γεννήθηκε, το βλέπω κάθε μέρα, τις αντιδράσεις του, τη συμπεριφορά του, τον χαρακτήρα του. Ξέρω πώς το μεγαλώνω, ξέρω τι όρια του έχω βάλει και τι όχι, ξέρω γιατί στο σχολείο δεν μπορεί να κάτσει στην καρέκλα. Ναι, όταν μου είπε ότι το παιδί μου έχει ΔΕΠΥ ευτυχώς λειτούργησε το ένστικτο της μάνας. Και λέω ευτυχώς γιατί πήγα σε ειδικούς κι όχι το παιδί δεν έχει ΔΕΠΥ.
Αλλά γιατί η δασκάλα με παρέπεμψε στη σχολική σύμβουλο και γιατί εκείνη “με 35 χρόνια εμπειρίας, κυρία μου” μου είπε ότι το παιδί έχει ΔΕΠΥ; Κάτι που μπορεί να ταλαιπωρούσε μια άλλη μαμά που μπορεί να πειθόταν και να προβληματιζόταν από λανθασμένες διαγνώσεις, να έτρεχε το παιδί για τεστ και σε ειδικούς. Γιατί της φάνηκε περίεργο που ένα παιδί 7 ετών δεν σήκωνε (πάντα) το χέρι του για να μιλήσει, δεν τακτοποιούσε την κασετίνα του, μερικές φορές δεν ακολουθούσε κάποιον κανόνα και έλεγε “δεν θέλω” και μετά αιτιολογούσε το “γιατί”; Α, και μια φορά είχε κάτσει στο πάτωμα την ώρα του μαθήματος…
Καταλαβαίνω ότι είναι δύσκολο για τους δασκάλους να επιβάλλουν κανόνες σε 25 διαφορετικά παιδιά. Καταλαβαίνω πόσο “εύκολα” βρίσκουν τα παιδιά που λένε “ναι” σε όλα χωρίς να φέρουν αντιρρήσεις είτε τους αρέσει αυτό είτε όχι και πόσο δύσκολα βρίσκουν τα παιδιά που έχουν άποψη. Που ξέρουν τι θέλουν, γιατί δεν το θέλουν, έχουν άποψη για το μάθημα, βαριούνται επειδή τα ξέρουν ήδη ή επειδή η δασκάλα κάνει ένα βαρετό μάθημα. Το καταλαβαίνω γιατί την ίδια αντίδραση και την ίδια άποψη που έχει αυτό το παιδί στο σχολείο την έχει και στο σπίτι. Ένα παιδί που λέει πάντα αυτό που σκέφτεται, ποιες είναι οι ανάγκες του και ποια είναι τα όριά του. Είναι δύσκολο και για τον γονιό. Απλά ο γονιός το βρίσκει υπέροχο, δεν λυγίζει στη δυσκολία γιατί θέλει το παιδί του να ανθίσει.
Dr Gabor Mate: «Τα σχολεία κάνουν τα πάντα λάθος»
Ναι, αυτό το παιδί πρέπει να μάθει σταδιακά πότε μιλάμε, πώς μιλάμε ευγενικά, γιατί πρέπει να ακολουθούμε κάποιους κανόνες. Θα το μάθει, γιατί σε αυτή την κοινωνία πρέπει να ακολουθεί κανόνες. Πρέπει να μάθει πώς να διατηρεί τον χαρακτήρα του και την ευτυχία του όταν οι άλλοι του επιβάλλουν κάτι που δεν του αρέσει. Αλλά αυτό δεν το έχουν μάθει καν κάποιοι ενήλικες, μην είμαστε τόσο αυστηροί με ένα 7χρονο. Θα το μάθει. Αλλά δεν έχει ΔΕΠΥ.
Ένα παιδί που (όχι δεν μπορεί, αλλά) προτιμά να μην κάθεται επί δύο 45λεπτα σε μια καρέκλα δεν έχει απαραίτητα ΔΕΠΥ. Ένα παιδί που η δασκάλα του λέει ότι πρέπει πρώτα να τελειώσει την άσκηση “αλλιώς δεν θα βγεις διάλειμμα” είναι φυσιολογικό να αντιδράσει. Γιατί θέλουμε παιδιά ρομπότ; Δεν ξέρετε ότι θα γίνουν ενήλικες ρομπότ; Κι αν αυτό θέλουν σε όλα τα σχολεία, τότε θα πρέπει να βρούμε άλλα σχολεία. Ή τουλάχιστον δασκάλους που θα συντονιστούν με τα παιδιά, δεν θα κουραστούν μπροστά στην δυσκολία, θα τολμήσουν να ασχοληθούν πριν μας βγάλουν όλους με ΔΕΠΥ.
Ναι κάποια παιδιά έχουν ΔΕΠΥ.
Σύμφωνα με τον Πανελλήνιο Σωματείο Ατόμων με Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας τα συμπτώματα της ΔΕΠΥ στα παιδιά είναι τα εξής όπως ορίζει η 5η έκδοση του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου των Ψυχικών Διαταραχών (Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders – DSM):
Απρόσεκτος Τύπος
Αδυνατεί να προσέξει λεπτομέρειες ή κάνει λάθη απροσεξίας
Δυσκολεύεται να διατηρήσει την προσοχή σε κάτι και αποσπάται εύκολα
Δεν φαίνεται να ακούει όταν του μιλάνε
Δυσκολεύεται να ακολουθήσει οδηγίες
Δυσκολεύεται στην οργάνωση
Αποφεύγει ή δεν του αρέσουν οι εργασίες που απαιτούν νοητική προσπάθεια
Χάνει αντικείμενα
Ξεχνάει εύκολα καθημερινές δραστηριότητες
Υπερκινητικός/Παρορμητικός Τύπος
Κουνάει νευρικά τα χέρια ή τα πόδια ή στριφογυρίζει στην καρέκλα
Δυσκολεύεται να παραμείνει καθιστή/-ός
Τρέχει ελεύθερα ή σκαρφαλώνει σε υπερβολικό βαθμό ως παιδί, ενώ αδυνατεί να μείνει ακίνητη/-ος
Δυσκολεύεται να συμμετάσχει ήσυχα σε δραστηριότητες
Φαίνεται σαν να έχει «μοτεράκι»
Μιλά υπερβολικά
Διακόπτει και απαντά προτού έρθει η σειρά της/του ή πριν τελειώσει η ερώτηση
Δυσκολεύεται να περιμένει τη σειρά του
Συνδυασμένος τύπος
Παρουσιάζει τα συμπτώματα του Απρόσεκτου και του Υπερκινητικού/Παρορμητικού τύπου.
Είναι μια κατασκευασμένη ασθένεια;
Σε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο που υπογράφει η δημοσιογράφος Ντίνα Δασκαλοπούλου στην Εφημερίδα των Συντακτών με τίτλο “Η «κατασκευασμένη» ασθένεια και το φάρμακο της Novartis!”, ο δρ Ψυχολογίας και εκπαιδευτικός Μιχάλης Παπαδόπουλος που έχει αναγνωριστεί ως εμπειρογνώμονας σε θέματα της σχολικής ζωής από την UNESCO, την Ευρωπαϊκή Ενωση, το Διεθνές Παρατηρητήριο για τη Βία στο Σχολείο και το γαλλικό υπουργείο Παιδείας, αναφέρει: «Η ΔΕΠΥ δεν υπάρχει πια, την πάτησε το τρένο του πατέρα της!».
Πώς μετρά κάποιος το συχνά; Η “θεωρία” που υποβόσκει εκπορεύεται από την αντιεπιστημονική θέση πως το παιδί είναι ένας εγκέφαλος που ωριμάζει σ’ ένα γυάλινο κλουβί χωρίς αλληλεπίδραση με το περιβάλλον. Αναμένεται όλα τα παιδιά να προσαρμοστούν στο σχολικό σύστημα ανεξάρτητα από τις κοινωνικο-πολιτισμικές αποσκευές και τα βιώματα που φέρνουν το καθένα από την οικογένειά του.
Όπως αναφέρεται στο άρθρο: “Πρωτοπόρος στην αντιμετώπιση του λειτουργικού αναλφαβητισμού και της σχολικής αποτυχίας, με μακρά θητεία στο υπουργείο Παιδείας της Κύπρου (1976-2013), ο κ. Παπαδόπουλος πρόσφατα δημοσίευσε την «Αυτοκτονία της Ψυχιατρικής» (εκδ. Νήσος), όπου ασχολείται με την… επιδημία της ΔΕΠΥ. Μέσα από την εμπειρία του με 15.000 παιδιά που εξέτασε σε 37 χρόνια (κλινική εξέταση παιδιών, έρευνες, βιωματικά εργαστήρια σε εκπαιδευτικούς), ο κ. Παπαδόπουλος είναι κατηγορηματικός: ΔΕΠΥ ως νοσολογική οντότητα δεν υφίσταται” και καταλήγει “«Ο καθηγητής στο Χάρβαρντ Leon Eisenberg που την επινόησε δήλωσε το 2012 στο Der Spiegel πως “η ΔΕΠΥ αποτελεί παράδειγμα μιας κατασκευασθείσας ασθένειας“. Ομολόγησε επίσης πως έδωσε παραπλανητικά ερευνητικά στοιχεία. Οι ΔΕΠΥδημίες δεν τυγχάνουν της επιστημονικής νομιμοποίησης να αποκαλούνται “ασθένειες” ή “διαταραχές” γιατί πρόκειται για ιδεολογικά κατασκευάσματα. Τα κριτήρια για τη… διάγνωση είναι αστεία: “Συχνά ομιλεί υπερβολικά!”, “συχνά δυσκολεύεται να συμμετάσχει σε δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου ήσυχα!”, “συχνά δυσκολεύεται να περιμένει τη σειρά του”. Πώς μετρά κάποιος το συχνά; Η “θεωρία” που υποβόσκει εκπορεύεται από την αντιεπιστημονική θέση πως το παιδί είναι ένας εγκέφαλος που ωριμάζει σ’ ένα γυάλινο κλουβί χωρίς αλληλεπίδραση με το περιβάλλον. Αναμένεται όλα τα παιδιά να προσαρμοστούν στο σχολικό σύστημα ανεξάρτητα από τις κοινωνικο-πολιτισμικές αποσκευές και τα βιώματα που φέρνουν το καθένα από την οικογένειά του».
Το ίδιο αναφέρει στην Εφημερίδα των Συντακτών και η δρ Νάνσυ Παπαθανασίου που διδάσκει επικουρικά στο Τμήμα Ψυχολογίας, στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σχολικής Ψυχολογίας και στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Κλινικής Ψυχολογίας. Ενα από τα γνωστικά της αντικείμενα είναι η περίφημη ΔΕΠΥ: «Η ΔΕΠΥ είναι μία από τις πιο αμφιλεγόμενες διαγνώσεις, καθώς θεωρείται ότι ιατρικοποιεί φυσιολογικές συμπεριφορές. Συχνά συνιστάται φαρμακοθεραπεία, η οποία όμως γίνεται σε βάρος ή παραβλέποντας άλλες παρεμβάσεις. Οι πρώτες αναφορές υπάρχουν από το 1902 και αφορούν τόσο συμπτώματα ΔΕΠΥ όσο και συμπτώματα μαθησιακών δυσκολιών (αν και τότε αναφέρονταν ως “ηθικά ελλείμματα”). Η πρώτη παρατήρηση της συστοιχίας συμπτωμάτων που στη συνέχεια θα εξελισσόταν στη διαγνωστική κατηγορία της ΔΕΠΥ συμπίπτει με τη θεσμοθέτηση του σχολείου για τα παιδιά. Η υποχρεωτική εκπαίδευση δημιούργησε ένα υποσύνολο παιδιών που παρουσίαζαν δυσκολίες στη συμπεριφορική και συναισθηματική αυτορύθμιση ή στις βασικές δεξιότητες για το διάβασμα και το γράψιμο (οι τελευταίες στη συνέχεια ονομάστηκαν μαθησιακές δυσκολίες). Στα 1970 & 1980, η υπερκινητικότητα αρχίζει να συνδέεται και με την ελλειμματική προσοχή και τον έλεγχο των παρορμήσεων (σε συνδυασμό με την κινητική υπερκινητικότητα). Ηδη από εκείνη την εποχή η φαρμακοθεραπεία με διεγερτικά αρχίζει και προκαλεί έντονες διαμάχες στην επιστημονική κοινότητα».
Όπως καταλήγει το άρθρο: “Ακριβώς την ίδια καταγγελία έκανε και ο Jerom Kagan – ένας από τους ψυχολόγους με τη μεγαλύτερη επιρροή στον 20ό αιώνα και καινοτόμος στην αναπτυξιακή ψυχολογία των μωρών και των νηπίων: «Κάθε παιδί που έχει προβλήματα στο σχολείο παραπέμπεται σε έναν παιδίατρο ή παιδοψυχίατρο, ο οποίος ισχυρίζεται ότι το παιδί έχει ΔΕΠΥ και του συνταγογραφεί Ritalin. Στην πραγματικότητα, το 90% αυτών των 5,4 εκατομμυρίων παιδιών δεν έχουν παθολογικό μεταβολισμό ντοπαμίνης. Το πρόβλημα είναι ότι, εάν το φάρμακο είναι διαθέσιμο στους γιατρούς, αυτοί θα κάνουν την αντίστοιχη διάγνωση»”.