“Όχι δεν θα κοιμηθείς στου Πέτρου και δεύτερη βραδιά”, “Μη, πόσες φορές σου είπα να μην παίζεις με την κατσαρόλα όταν είναι στο μάτι”.
Και μόνο που διαβάζεις αυτές τις φράσεις νιώθεις μια ένταση. Κουράζεσαι. Αυτές οι οριοθετήσεις έχουν χαρακτήρα εντολής. Βεβαίως είναι απαραίτητο να θέτει ο γονιός όρια σε ένα παιδί, όμως ο τρόπος που θα το κάνει είναι σημαντικός. Κάποιες φορές οι εντολές είναι απαραίτητες, αλλά δεν μπορεί να είναι η βάση και ο ρυθμιστικός κανόνας των σχέσεων.
Αν καταγράψουμε επί μια εβδομάδα τι λέμε στο παιδί μας που πηγαίνει, για παράδειγμα, στο Δημοτικό, πόσο μάλλον αν είναι μικρότερο, με έκπληξη θα διαπιστώσουμε ότι κυριαρχούν οι λέξεις και οι φράσεις που συνιστούν εντολές, προσταγές, απαγορεύσεις και υποτιμήσεις: Μη, όχι, πρόσεχε, δεν μπορείς, φτάνει πια, φάε, ντύσου, πλύσου, διάβασε, πήγαινε για ύπνο, είσαι μικρός, δεν ξέρεις, θα κάνεις αυτό που σου λέω εγώ, μη μιλάς, θα το κάνεις και θα πεις κι ένα τραγούδι, άλλη φορά να ακούς…
Το 98% των λεγομένων κινείται μέσα σε αυτό το πλαίσιο. Έτσι όμως χτίζεται μια σχέση; Έτσι δομείται ή αποδομείται η σχέση;
Πώς λοιπόν θέτουμε τα όρια χωρίς πολλά-πολλά “μη” και “δεν”;
Με έναν απλό και κατανοητό τρόπο: Οριοθετώντας με θετικό “πρόσημο” και καλή διάθεση.
Το “όχι, δεν θα κοιμηθείς στου Πέτρου και δεύτερη βραδιά” θα μπορούσε να μετασχηματιστεί σε: “Καταλαβαίνω τη λαχτάρα σου, αλλά θα κοιμηθείς την επόμενη εβδομάδα στου Πέτρου. Εντάξει αγάπη μου;”.
“Μη, πόσες φορές σου είπα να μην παίζεις με την κατσαρόλα όταν είναι στο μάτι”. Αντί να διακόψουμε κάτι απότομα, προτείνουμε κάτι εναλλακτικό που μπορεί αυτόματα να φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Θα μπορούσαμε να πούμε: Χαίρομαι που σου αρέσει η μαγειρική, αλλά θα χαιρόμουν περισσότερο αν ερχόσουν να με βοηθήσεις να στρώσουμε μαζί το τραπέζι”;. Το να απαγορεύσουμε κοφτά τη δραστηριότητα θα έχει προσωρινό αποτέλεσμα.
Οι απαγορεύσεις γενικότερα, εξάπτουν τη φαντασία και καθιστούν το απαγορευμένο ελκυστικότερο. Βεβαίως, δεν απαγορεύεται “να απαγορεύεται”. Αλλά όσο σπανιότερη είναι η χρήση του, τόσο καλύτερα. Μόνο αν κρίνουμε αναγκαίο απαγορεύουμε κάτι. Εμείς οι ενήλικες πώς νιώθουμε όταν κάτι μας απαγορεύεται;
Δεν είναι εύκολη η υιοθέτηση ανάλογων χειρισμών, είναι όμως εφικτή. Μπορεί να μας πάρει περισσότερο χρόνο αλλά θα μας βγει σε καλό μακροπρόθεσμα γιατί και το παιδί θα μάθει να λειτουργεί σε ανάλογο μήκος κύματος. Αν είμαστε σταθερά προσανατολισμένοι να οριοθετούμε με ένα θετικό πρόσημο, διαμορφώνεται άλλο κλίμα.
Η στάση του σώματος, το ύφος, ο τόνος, η χροιά της φωνής, η τρυφερή βλεμματική επαφή που αξίζει να δείχνουμε όταν προσπαθούμε να θέσουμε όρια, είναι ζωτικής σημασίας. Ακουμπάμε το παιδί στον ώμο, σκύβουμε κοντά του, το κοιτάμε στα μάτια. Έχουμε διάθεση καθοδήγησης, όχι προσταγής. Του προτείνουμε εναλλακτικές επιλογές και έτσι, δεν το πνίγουμε και το επιβραβεύουμε. Από μόνη της η επιβράβευση είναι παράγοντας ενθάρρυνσης για να επαναλάβει την επιθυμητή συμπεριφορά.
Με τη συγκεκριμένη στάση δεν πετυχαίνουμε μόνο ευκολότερα τον στόχο μας, αλλά κυρίως διαμορφώνουμε ποιοτικότερη σχέση με το παιδί μας. Και αυτό είναι και ζητούμενο και σημαντικό. \
Ιάκωβος Θ. Μαρτίδης “Πλάθοντας ευτυχισμένα παιδιά”