Η συνεξάρτηση έχει ρίζες στην παιδική ηλικία και σύμφωνα με τους ψυχολόγους είναι μία κατάσταση στην οποία ένας άνθρωπος είναι εξαρτημένος τόσο πολύ από έναν άλλον άνθρωπο σε βαθμό εθισμού, δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς αυτόν.
Οι ενήλικες που παλεύουν με την συνεξάρτηση κάνουν δυσλειτουργικές σχέσεις αφού δεν έχουν προσδιορίσει ποιοι είναι και τι θέλουν ανεξάρτητα από τον άλλο. Νιώθουν ασφαλείς μόνο όταν οι άλλοι τον αποδέχονται και είναι ευτυχισμένοι με όσα κάνει.
Όταν ήταν παιδιά έμαθαν ότι τα συναισθήματά τους και οι ανάγκες τους μπορεί να «εκνευρίσουν» τους γονείς και να ανατρέψουν τις ισορροπίες στη σχέση τους. Για αυτό στην ενήλικη ζωή τους ψάχνουν παρόμοιες σχέσεις, συνήθως με ναρκισσιστές συντρόφους ή ανθρώπους χωρίς ενσυναίσθηση.
Σύμφωνα με την ψυχολόγο Becky Kennedy, κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας τα παιδιά αναρωτιούνται «νιώθω ασφάλεια;», «είναι ασφαλή τα συναισθήματά μου» και «τι πρέπει να κάνω για να είμαι συναισθηματικά ασφαλής;», φυσικά με τον δικό τους πιο απλοϊκό τρόπο. Για αυτό, όπως λέει, δεν πρέπει ποτέ να συνδέουμε τα συναισθήματά του με τα δικά μας.
Το παιδί δεν πρέπει να νιώθει ότι τα δικά του συναισθήματα – κάθε φορά που τα εκφράζει- επηρεάζουν τα δικά μας. Έτσι δεν του μαθαίνουμε να έχει ενσυναίσθηση, αλλά συνεξάρτηση. Αντίθετα, τα παιδιά χρειάζονται ένα συναισθηματικά ισορροπημένο γονιό και σταθερό. Αντί να λέμε «αυτό με στεναχώρησε» αν π.χ. μας πει «είσαι κακιά» μπορούμε να πούμε σύμφωνα με την ειδικό «δεν μπορώ να σε ακούσω όταν μου μιλάς έτσι. Πες το μου πιο ευγενικά».
Και κάθε φορά που μπορεί να εκνευριζόμαστε, καλό είναι να εξηγούμε στα παιδιά τι συμβαίνει. «Είμαι εκνευρισμένη. Είναι δικό μου συναίσθημα. Δεν το προκάλεσες εσύ και δεν χρειάζεται να το διορθώσεις», είναι ένας σωστός τρόπος για να το εξηγήσουμε στα παιδιά.
Δες την εξήγηση της ψυχολόγου:
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.