Υπάρχουν δύο ειδών άνθρωποι, αυτοί που είναι επιτυχημένοι, έχουν στόχους και εργάζονται ώστε να τους πετύχουν, κι αυτοί που αποτυγχάνουν κι απλά σκέφτονται ό,τι θα ήθελαν να έχουν κάνει ή να κάνουν στη ζωή τους.
Οι περισσότεροι άνθρωποι, σύμφωνα με τον Αμερικανό ψυχίατρο Alok Kanojia, βρισκόμαστε στη δεύτερη κατηγορία. Βλέπουμε εκείνους που έχουν επιτύχει και αναρωτιόμαστε πώς το έχουν καταφέρει. Βλέπουμε μια διάσημη μαμά να χάνει μέσα σε 4 μήνες τα κιλά της εγκυμοσύνης κι εμείς δεν μπορούμε καν να κόψουμε τα γλυκά. Βλέπουμε κάποιον να ανεβαίνει επαγγελματικά κι εμείς κλείνουμε το ξυπνητήρι το πρωί, χωρίς καμιά όρεξη για εργασία. Βλέπουμε κάποιον να γυμνάζεται καθημερινά κι εμείς δεν μπορούμε καν να κάνουμε ασκήσεις στο σπίτι.
Με λίγα λόγια, οι περισσότεροι προσπαθούμε, παλεύουμε, αλλά δεν τα καταφέρνουμε. Γιατί; Γιατί αυτό που μας φαίνεται φυσιολογικό και οικείο, αν μας επιτρέψουμε να κάνουμε ακριβώς ό,τι θέλουμε… είναι να μην κάνουμε τίποτα! Οι περισσότεροι άνθρωποι λειτουργούμε έτσι εξαιτίας κάποιου “τραύματος”, δηλαδή αυτό το να “μην κάνουμε” τίποτα, το μάθαμε στην παιδική μας ηλικία από τους γονείς μας.
Πώς οι γονείς μαθαίνουν στα παιδιά… να μην κάνουν τίποτα;
Τα παιδιά που έχουν μεγαλώσει σε ένα τραυματικό περιβάλλον, δεν αναπτύσσουν την ικανότητα να σχεδιάζουν για το μέλλον. Φαντάσου ένα παιδί που ζητάει από τους γονείς του να του κάνουν ένα πάρτι για τα γενέθλιά του με τους φίλους του. Οι γονείς του απαντούν θετικά. Την επόμενη μέρα, είτε επειδή οι γονείς είναι αδιάφοροι ή κακοποιητικοί ή επειδή θέλουν να επιβάλλουν μια τιμωρία στο παιδί χωρίς να ακολουθήσουν τις φυσικές συνέπειες- μια εκδικητική τρόπον τινά τιμωρία, του λένε “δεν θα κάνεις το πάρτι“.
Μια τέτοια τραυματική εμπειρία, το γεγονός ότι το ονειρεύτηκε, κάλεσε τους φίλους του και μετά έπρεπε να το ακυρώσει, κάνει το παιδί να μην θέλει να σχεδιάσει κάτι για το μέλλον. Δεν θέλει, δεν μπορεί, δεν του δίνεται η δυνατότητα. Έτσι μαθαίνει ότι είναι πιο ασφαλές να μην κάνει σχέδια. Γιατί κάθε φορά που εκφράζει μια επιθυμία, κάθε φορά που γίνεται αυτόνομο, έχει μια αρνητική αντίδραση από τον γονιό του.
Το ίδιο μπορεί να συμβεί και στα παιδιά με πολύ ελεγκτικούς γονείς. Επιβάλλουν ποιες θα είναι οι εξωσχολικές δραστηριότητες, λένε “τώρα θα διαβάσεις” και “τώρα θα φας” ή “δεν θα βγεις με τους φίλους σου”. Και το παιδί μαθαίνει να μην έχει αυτονομία και να μην εκφράζει τις επιθυμίες του.
Ένα παιδί που μεγαλώνει με γονείς που είναι παρεμβατικοί, ελεγκτικοί, απαιτητικοί, κακοποιητικοί ή με γονείς που μπορεί να έχουν δώσει στο παιδί τον ρόλο του γονιού ή του ενήλικα, εστιάζει μόνο στη μέρα. Εστιάζει σε αυτά που πρέπει να κάνει για να επιβιώσει, για να μην εκνευρίσει τους γονείς του, για να κάνει τις δουλειές που πρέπει. Ο εγκεφαλός του, δηλαδή, δεν ονειρεύεται, δεν κάνει σχέδια. Ξέρει κατά κάποιον τρόπο ότι δεν έχει νόημα να κάνει σχέδια γιατί θα ανατραπούν.
Έτσι μαθαίνει να μην βάζει στόχους. Είναι φυσιολογικό και οικείο να μην κάνει τίποτα.