Τι φέρνει τους γονείς σε απόγνωση; Ξεσπάσματα, κλάματα, ανυπακοή, καυγάδες την ώρα του ύπνου, αγώνες ισχύος, κτλ. Για να καταλάβουμε γιατί τα παιδιά συμπεριφέρονται άσχημα, χρειάζεται πρώτα να καταλάβουμε την πρωταρχική αιτία αυτών των ενοχλητικών συμπεριφορών.
Τα παιδιά (αλλά και οι ενήλικες) έχουν την ανάγκη να «ανήκουν» και να είναι σημαντικά.
Έτσι είμαστε φτιαγμένοι. Το «να ανήκεις» αναφέρεται στη συναισθηματική σύνδεση και τη θετική προσοχή που χρειαζόμαστε μεταξύ μας. Το να’σαι σημαντικός, αναφέρεται στην αίσθηση της αυτονομίας, της ικανότητας και της ανάγκης να συνεισφέρεις με τρόπο που να’χει νόημα. Μπορούμε να σκεφτούμε την σημαντικότητα σαν μια μορφή αίσθησης προσωπικής ισχύος. Αν αυτές οι δύο ανάγκες δεν καλύπτονται, τα παιδιά συμπεριφέρονται άσχημα.
Μέσα από την άσχημη συμπεριφορά το παιδί στέλνει κάποια μηνύματα στους γονείς
1. «Θέλω περισσότερο χρόνο και προσοχή»
Όταν ένα παιδί δεν αισθάνεται «ότι ανήκει», συμπεριφέρεται με τρόπους που – λανθασμένα – πιστεύει ότι θα του εξασφαλίσουν τη συναισθηματική σύνδεση και τη θετική προσοχή που λαχταράει. Παράδειγμα: θα προσπαθήσει να τραβήξει την προσοχή των γονιών του με κλάματα, προσκόλληση, μπορεί να τους ενοχλήσει ή/και να τους χτυπήσει. Αυτό που θέλει πραγματικά το παιδί είναι η θετική προσοχή αλλά, προκειμένου να πετύχει το σκοπό του, χρησιμοποιεί αρνητικούς τρόπους.
2. «Θέλω να έχω τον έλεγχο σε κάποια πράγματα»
Ένα παιδί μπορεί να νιώθει αποδυναμωμένο, επειδή οι γονείς του κάνουν πράγματα, που θα μπορούσε να κάνει μόνο του. Πως θα νιώσει ένα παιδί ότι είναι ικανό αν οι γονείς κάνουν τα πάντα γι’ αυτό; Αν οι γονείς κάνουν όλα τα σχέδια και παίρνουν όλες τις αποφάσεις, στερώντας του τη δυνατότητα να’χει κάποιο έλεγχο στη ζωή του; Αυτές οι συμπεριφορές των γονιών, στερούν από το παιδί την αίσθηση ότι είναι σημαντικό και ότι έχει προσωπική ισχύ. Αν δεν νιώθει ικανό, σημαντικό και δεν έχει κάποιο λόγο στη ζωή του, θα αντεπιτεθεί με συμπεριφορές που επιδιώκουν ισχύ. Τα ξεσπάσματα, το να αντιμιλάει, να μην ακούει και άλλοι αγώνες ισχύος είναι απόρροιες αυτού του φαινομένου. Αν και το παιδί στην πραγματικότητα επιθυμεί θετική ισχύ, χρησιμοποιεί τις αρνητικές συμπεριφορές για να στείλει το μήνυμα: Θέλω κι εγώ να έχω κάποια ισχύ!
Η κακή συμπεριφορά του παιδιού, μας υποδεικνύει ότι χρειάζεται να νιώσει μεγαλύτερη αίσθηση ότι ανήκει και ότι είναι σημαντικό.
Οι γονείς, κάποιες φορές, επιδεινώνουν, άθελά τους, την κακή συμπεριφορά του παιδιού
Οι γονείς, μπορεί να ενθαρρύνουν την κακή συμπεριφορά του παιδιού με την προσωπικότητά τους ή με την πειθαρχία που επιλέγουν.
Το στυλ προσωπικότητας του γονιού μπορεί αναμφίβολα να κλιμακώνει την κακή διαγωγή του παιδιού. Ένας «αυταρχικός» γονιός συνήθως επικοινωνεί με το παιδί μέσα από διαταγές, παρατηρήσεις και οδηγίες. Π.χ. «Βάλε αμέσως τα παπούτσια σου», «Πήγαινε να πλύνεις τα δόντια σου», «Κλείσε τώρα την τηλεόραση» κοκ. Σε κανέναν δεν αρέσει να του λένε τι να κάνει, πότε ή πώς, πόσο μάλλον στα παιδιά. Όσο περισσότερο δίνουμε διαταγές, οδηγίες και κάνουμε παρατηρήσεις, τόσο περισσότερο τα παιδιά θα μας εμπλέξουν σε έναν αγώνα εξουσίας. Είναι ο τρόπος τους να λένε: Δεν είσαι εσύ το αφεντικό μου!
Απ’την άλλη, ένας «ανεκτικός» γονέας, μπορεί, με τη στάση του, να συντηρεί την ανημποριά του παιδιού. Μόλις το παιδί πει «όχι», ο ανεκτικός γονέας θα κάνει αυτό που όφειλε να κάνει το παιδί. Κι αυτό για να αποφύγει την σύγκρουση.
Ο γονιός μπορεί να επιλέξει πιο αποτελεσματικούς τρόπους να επικοινωνεί μαζί του και να διορθώσει την κακή συμπεριφορά του. Θα πρέπει, όμως, να κατανοήσει το στυλ της συμπεριφοράς του προς το παιδί και πόσο επηρεάζει τη διαγωγή του.
Τι μπορούν να κάνουν οι γονείς
Μια καλή στρατηγική για τη διόρθωση της συμπεριφοράς του παιδιού με θετικό τρόπο, είναι να χρησιμοποιούμε αποτελεσματικές λογικές συνέπειες. Έτσι, το παιδί μαθαίνει να κάνει καλύτερες επιλογές στο μέλλον και ο γονέας δεν γίνεται ο «κακός» της υπόθεσης.
Για να είναι αποτελεσματικές οι συνέπειες θα πρέπει να:
Η συνέχεια στην επόμενη σελίδα