Συζητώντας με άλλες μαμάδες, όπως κάνουμε πάντα οι μαμάδες για τα παιδιά μας, καταλήξαμε ότι τα σημερινά παιδιά δεν δέχονται το «όχι». Πολλές αντιδράσεις είναι έντονες και δεν περιορίζονται στα “μουτρώματα” και τα “νευράκια” που ξέραμε μέχρι τώρα. Πολύ συχνά είναι “βίαιες” και συνοδεύονται από κλωτσιές και αγκωνιές προς το γονιό, χτύπημα χεριού στο τραπέζι και επιθετικές εκφράσεις.
Πολλοί από τους γονείς που αντιμετώπισαν και αντιμετωπίζουν αυτά τα ζητήματα είναι από αυτούς – και αυτό μπορώ να το πω με βεβαιότητα – που είναι πάνω από τα παιδιά τους, που με λίγα λόγια είναι “καλοί γονείς”, ακόμα κι αυτό το “καλός” γονιός είναι παρεξηγημένο. Δεν είναι γονείς που πίνουν, που κακοποιούν τα παιδιά τους ή ο ένας τον άλλον, που λείπουν από το σπίτι αφήνοντας τα βλαστάρια τους στους πέντε ανέμους, που έχουν κακή σχέση μεταξύ τους. Είναι σαν εσένα και εμένα. Διαρκώς από πάνω. “Να μην τους λείψει τίποτα”, να “συζητήσουν μαζί τους”, να τα πάνε σε ένα μουσείο, να δουν μια ταινία μαζί. Τους αφιερώνουν χρόνο, παλεύουν γι΄αυτά και έχουν κι αυτοί τα πάνω τους και τα κάτω τους όπως όλοι μας.
Ωστόσο, δεν λένε και πολλά όχι. Και ποιος λέει; “Επιλέγω”, λέει μια μητέρα, “τις μάχες που θα δώσω και στο τέλος, απ’τις πολλές επιλογές, μένεις σε μία, και χάνεις τις υπόλοιπες εννιά.” “Προσπαθώ να συζητήσω μαζί τους” λέει η άλλη. “Δεν έχω σηκώσει ποτέ χέρι πάνω τους”, λέει η τρίτη. “Αυτοελέγχομαι και δεν υψώνω τη φωνή μου”, λέει η τέταρτη. Κοιτάζοντάς τες και συμπεριλαμβάνοντας και τον εαυτό μου μέσα σ’αυτές, αναρωτιέμαι τελικά: “Αφού τα παρέχουμε όλα, αφού είμαστε κεριά αναμμένα δίπλα στα παιδιά μας, τι κάνουμε λάθος;”
Τι φταίει και αυτό το φαινόμενο που διάβαζα τις προάλλες με την ονομασία “violencia filio-parental” που σημαίνει “όταν τα παιδιά δέρνουν τους γονείς τους” που έχει κατακλύσει τη Δύση;
Το φαινόμενο αυτό “δεν αφορά παιδιά από “διαλυμένα” σπίτια ή εφήβους με παραβατική συμπεριφορά. Είναι ένα φαινόμενο που πλήττει πολύ συχνά πλέον “κανονικές” οικογένειες, από μεσαία στρώματα, συχνά ανώτερου μορφωτικού επιπέδου. Ξεκίνησε γύρω στο 2005 και κάθε χρόνο τα κρούσματα αυξάνονται. Πολλοί γονείς φοβούνται ή ντρέπονται να μιλήσουν.
Τα σημερινά παιδιά μεγαλώνουν χωρίς κανείς να τολμά να τους πει “όχι”.
“Δεν με αφήνεις να αγοράσω το κινητό που θέλω;”. “Δεν με αφήνεις να γυρίσω στο σπίτι ό,τι ώρα θέλω; Θα σου δείξω εγώ”», διαβάζω σε πρόσφατο άρθρο του BHmagazino.
Οι εδικοί αποδίδουν το συγκεκριμένο φαινόμενο στην έλλειψη ορίων που είναι σαφές ότι είναι ένα σοβαρό γεγονός. Ωστόσο πιστεύω ότι ως γονείς πλέον έχουμε περάσει στο άλλο άκρο. Απ’τον φόβο να μην είμαστε αυταρχικοί, απ’την έννοια μας να ξεφύγουμε απ’το ζοφερό παρελθόν που οι δάσκαλοι χτυπούσαν τα παιδιά με χάρακα, οι γονείς άστραφταν χαστούκια και τ’έκλειναν σ’αποθήκες και δωμάτια για τιμωρία, χάσαμε το δρόμο μας. Μεταμορφωθήκαμε σε ανεκτικούς, “φιλελεύθερους” γονείς που δεν ξέρουν τι θα πει “τιμωρία”. Τι θα πει “συνέπεια”. Ακολουθούμε τη λογική πως όλα λύνονται με συζήτηση και κατανόηση, την οποία μπερδεύουμε με το να δίνουμε ελευθερίες στο παιδί μέχρι ασυδοσίας.
Το κύρος των γονιών έχει πάει περίπατο. Η κατάργηση κάθε κανόνα και ορίου έχει δημιουργήσει μικρούς τυράννους, που απαιτούν και γίνονται βίαιοι, αν δεν γίνει αυτό που θέλουν. Σαν αποτέλεσμα όλων αυτών, οι οικογένειες ζουν στο εσωτερικό τους μια τεράστια δυστυχία. Οι γονείς δεν ξέρουν πώς να ανακτήσουν τον έλεγχο. Τα παιδιά είναι ξέφραγα αμπέλια, τα οποία μπορεί και να δείρουν τους γονείς τους αύριο-μεθαύριο.
Η απουσία μας απ’το σπίτι λόγω δουλειάς, οι σκοτούρες της καθημερινότητας κ.α., μας κάνουν να νιώθουμε ενοχές που δεν αφιερώνουμε τον χρόνο που θα θέλαμε στα παιδιά μας. Υποσυνείδητα λοιπόν προσπαθούμε να τα “εξαγοράσουμε” με το να τους είμαστε αρεστοί, έχοντας πάντα ένα άγχος “μην τα κακοκαρδίσουμε”. Σαν αποτέλεσμα, είμαστε πιο χαλαροί, πιο ανεκτικοί, παρέχοντας ελευθερίες χωρίς να λέμε “όχι”. Χωρίς να τραβάμε μια κόκκινη γραμμή που λέει: “Ως εδώ!” είτε για να μην γίνουμε “κακοί” είτε γιατί είμαστε πολύ κουρασμένοι για διενέξεις.
Πρέπει να ανακτήσουμε το κύρος μας.
Να πάρουμε τα ηνία στα χέρια μας όσο τα παιδιά μας είναι ανήλικα, γιατί είμαστε υπεύθυνοι γι’αυτό που θα γίνουν. Και ένα παιδί που μεταμορφώνεται σε τύραννο δεν κάνει μόνο τους άλλους δυστυχισμένους, αλλά είναι και το ίδιο.