Όταν παίρνεις κατοικίδιο για τα παιδιά. Και το λούζεσαι!

Υπάρχει η Φάρμα των Ζώων του Όργουελ, υπάρχει η φάρμα του Μπάρμπα – Στάθη, υπάρχει και η δική μας «Φάρμα -σε -100- τετραγωνικά -διαμέρισμα», πιο ενημερωμένη σε ‘μοντέλα’ από κάθε προηγούμενη.  Αν ο Νώε έχανε κάποιο ζώο από τα ζευγάρια της Κιβωτού του, θα ήταν σίγουρο πως θα το έβρισκε στο σπίτι μας. Το αρσενικό υδρόβιας χελώνας; Ναι, υπάρχει, είναι πάνω στη βιβλιοθήκη. Το θηλυκό ενός μίνι χάμστερ; Ναι, υπάρχει, και γεμίζει με ροκανίδια αυτή τη στιγμή το μπάνιο. Κάτι σε φουντωτό, απαλό και γούτσου- γούτσου; Ναι, υπάρχει: η γάτα. Κάτι σε εξωτικό; Ναι, υπάρχει! Η μάινα στο μπαλκόνι– να θυμηθώ να της δώσω σταφίδες μόλις τελειώσω.

Όλα ξεκινάνε με τον ίδιο τρόπο: Μετά από διαφήμιση για γατοτροφή ή σκυλοτροφή κλπ, ή – ακόμη χειρότερα- μετά από επίσκεψη σε φιλικό σπίτι που διαθέτει άλλου τύπου ζωικό βασίλειο από αυτή που διαθέτει το δικό μας. «Μαμά, να πάρουμε κι εμείς ένα σκυλάκι/ ψαράκι/ ινγκουάνα/ γατάκι;» Η ερώτηση γίνεται μειλίχια και ύπουλα, μετά από ύποπτες αγκαλιές και ακόμη πιο ύποπτα φιλιά, που έχουν σκοπό να κάμψουν τις αντιστάσεις και να εξασθενήσουν τις προηγούμενες δυσάρεστες αναμνήσεις. Που είναι πολλές…

Με θυμάμαι να ταξιδεύω χιλιόμετρα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, κρατώντας σαν πολύτιμο δίσκο το ρηχό ενυδρείο της χελώνας, ενώ ανάμεσα στις γάμπες μου ήταν σφηνωμένο το μεταλλικό κλουβί του χάμστερ (ακόμη έχω τα σημάδια στα πόδια). Πηγαίναμε διακοπές, οι άλλοι κρατούσαν τα χνουδωτά ζωάκια στην αγκαλιά τους, εγώ βρεχόμουν από το νερό του ενυδρείου που άδειαζε στις στροφές, με το άγχος να δαγκώνει φαρμακερά την καρδιά μου: Τι θα γινόταν αν η χελώνα έμενε εκτός νερού; Τα παιδιά  κάνανε μπάνιο σε αμμουδερές ακτές την ώρα που  εγώ έπαιζα τον ρόλο της γιαγιάς Ντακ: έπρεπε να γεμίσω τις ταίστρες για να τραφούν τα ζωντανά, να αλλάξω νερό στα κλουβιά, να ρίξω σταγόνες στα μάτια της χελώνας, να φτυαρίσω τις ακαθαρσίες, να ρίξω παρασιτοκτόνο στο τρίχωμα, να βουρτσίσω, να δώσω αντιβιοτικό στη γάτα, να αλλάξω πριονίδι στο χάμστερ, να κόψω φρέσκια φέτα αγγούρι για το καναρίνι σαν να του σερβίριζα κοκτέιλ.

Θυμάμαι την πρώτη μέρα της γάτας στο σπίτι: ο άντρας μου την είχε βρει στον κάδο απορριμμάτων, βρώμικη και φοβισμένη, με το ένα μάτι τυφλό από την αβιταμίνωση, και η καρδιά του είχε σκιρτήσει από συμπόνοια: «Γάτα στο σπίτι!» είχε ανακράξει μπαίνοντας και τα παιδιά ξετρελάθηκαν, φυσικά.  Εγώ θα καταλάβαινα πολύ αργότερα τι ακριβώς σήμαινε μία γάτα στο σπίτι. Επισκέψεις στον κτηνίατρο για εμβόλια, αποπαρασίτωση  – όπου έπρεπε κάθε οκτάωρο να δίνω φάρμακα σε ένα γατίσιο σφιχτά κλεισμένο στόμα (θυμίζω πως οι γάτες έχουν και δόντια και νύχια), διαρκείς αλλαγές της άμμου (τα αντιβιοτικά της είχαν προκαλέσει διάρροια), κουρελιασμένες κουρτίνες, μασημένες γόβες, σκισμένα έπιπλα (είπαμε, έχουν νύχια) και τρίχες παντού: στον καναπέ, στο κρεβάτι, στο πιάτο μου, στα μαλλιά μου, στο στόμα μου. Το χειρότερο είναι πως ενώ εγώ είχα αναλάβει όλη την επίπονη φροντίδα της, εκείνη κρατούσε όλα τα χάδια για τους άλλους, αντιγυρίζοντάς μου, σε αντάλλαγμα, μία υπογραμμισμένη αδιαφορία. «Τι έχεις κάνει στον Μικέ;» ρωτούσαν καχύποπτα τα παιδιά, «Γιατί σε αποφεύγει;»,  και τότε εγώ ένιωθα το ίδιο ένοχη με μία δεσμοφύλακα των Ες – Ες.

Το ίδιο σενάριο με μικρές τροποποιήσεις εξελίχθηκε και με τα υπόλοιπα ζώα, που με τον έναν ή άλλον τρόπο εγκαταστάθηκαν στο σπίτι, μειώνοντας κι άλλο το ζωτικό μας χώρο, μειώνοντας κι άλλο τον ελεύθερό μου χρόνο, δοκιμάζοντας κι άλλο τις αντοχές μου. Αλλά – είναι περίεργο – με τα χρόνια, συνήθισα.  Συνήθισα τον κόπο, τις αναγκαστικές βόλτες για πιπί, την μυρωδιά φάρμας που αιωρείται στον αέρα. Συνήθισα τα γλυκά τους βλέμματα, τα τιτιβίσματα, τα σουρσίματα, τις ουρές που κουνιούνται, τις κροκέτες που τραγανίζουν κάτω από τα παπούτσιά μας, τα ξυπνήματα από γαβγίσματα ή από σαλιωμένα φιλιά.  Και συμβιβάστηκα με την ιδέα να κουράζομαι λίγο παραπάνω ( ΟΚ, πολύ παραπάνω) προκειμένου τα παιδιά να παίρνουν έξτρα δόσεις ευτυχίας από τα κατοικίδιά μας. Παίρνω κι εγώ τις μικρές μου χαρές.  Έχω διδάξει στη μάινα να φωνάζει: «Είσαι όμορφη», όταν την ταϊζω, και στον σκύλο μας να γαβγίζει του θανατά όταν έρχεται η καθηγήτρια των Αγγλικών (πιστέψτε με, το αξίζει, είναι τιμές αυτές;;;).

Τώρα που είπα σκύλο, θυμήθηκα, έχω να βγάλω βόλτα τον σκύλο. Φεύγω, τρέχω, έφυγαααα!

Διαβάστε επίσης:
Τα παιδιά χρειάζονται μια ώρα παραπάνω με τη μαμά και όχι μια extra ξένη γλώσσα


Ακολούθησε το TheMamagers στο Instagram

Διαβάστε περισσότερα

Best of network