«Τι τριάντα, τι σαράντα, τι πενήντα» τίτλος αλησμόνητης ελληνικής ταινίας. Κωμωδία όμως. Στην πραγματική ζωή, υπάρχουν τεράστιες διάφορες. Διάφορες ουσίας. Ειδικά όταν γίνεσαι μάνα. Έγινα μάνα στα είκοσι εφτά και μετά από έντεκα μισή χρόνια ξανά έγινα. Μετρήστε την διαφορά ηλικίας των παιδιών.
Στα σαράντα λοιπόν περίπου που απέκτησα την μικρή όλα ήταν διαφορετικά. Πιο μεγάλη πιο ώριμη πιο σοβαρή. Πιο υπεύθυνη. Δεν ξέρω αν έχω τύψεις με τον τρόπο που μεγάλωσα τον γιο μου, τώρα όμως που κάνω μια ανασκόπηση, χιλιάδες φορές έχω κάνει, έχω οδηγηθεί σε κάποια συμπεράσματα.
Στα είκοσι οκτώ, τριάντα ας πω για ευκολία γραφής, είχα νιάτα, έβραζε το αίμα μου, ονειρευόμουν περίπλοκα για τον ερχομό του μωρού. Νόμιζα ότι το να γίνεις μητέρα ήταν ένα πάρτυ. Ένα ξέφρενο πάρτυ για πολλά χρόνια. Εξάλλου “ο ερχομός ενός μωρού είναι χαρά” έλεγα. Όπως τα πάρτυ. Έτσι το είχα συλλάβει με το μικρό μου μυαλό και έχοντας άγνοια για το τι σημαίνει ” γίνομαι μητέρα”. Το μωρό που είχε γεννηθεί με καισαρική ήταν δικό μου. Θα το ντύνω, θα το στολίζω, θα το πηγαίνω βόλτες, όλοι θα ζηλεύουν το παιδί της κουκουβάγιας.
Νόμιζα ότι θα το ακουμπώ στον καναπέ του σπιτιού μας και αυτό θα κάθεται χαμογελαστό σαν κούκλα. Θα μεγαλώνει, θα γεμίσει το στόμα του δοντάκια, θα περπατήσει, θα μιλήσει και όλα υπέροχα. Είχα και βοήθεια από γιαγιάδες και παππούδες, έτσι νόμιζα ότι θα μπορούσα να ξεγλιστρώ, μια για το γυμναστήριο, μια για καφέ με τις φίλες μου, μια για βόλτα στην αγορά και βεβαια για διακοπές. Μαζί με το μωρό. Ούτε λόγος να το άφηνα στην γιαγιά. Το πανέμορφο, βολικό μωρό θα ήταν παντού μαζί μας.
Ω, τι αυταπάτη! Δεν είχα σκεφτεί ούτε μια φορά τα ξενύχτια που θα έκανα έχοντας το στην αγκαλιά μου να το παρηγορώ από τα πονάκια στην κοιλίτσα. Δεν είχα ποτέ φανταστεί ότι μερόνυχτα θα ψηνόταν από τον πυρετό. Δεν είχα ποτέ φανταστεί ότι το να είσαι μητέρα είναι μια πλήρης απασχόληση εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Την εικοστή πέμπτη και εικοστή έκτη ώρα, αν η μέρα είχε εικοσιπέντε ώρες ναι, θα υπήρχε χρόνος για έναν καφέ στα γρήγορα. Γυμναστήριο, τόσο κουρασμένη που φάνταζε αστεία η σκέψη. Ειδικά τους πρώτους μήνες.
Όση βοήθεια και να μου πρόσφεραν για να απαλύνουν λίγο τους εξωντωτικοϋς ρυθμούς, εγώ είχα την έννοια, τους πυρετούς, το άγχος αν τα βραδιά που κοιμόταν ανέπνεε, την αγωνία μήπως πνιγόταν στο φαγητό. Τελικά το μωρό δεν ήταν μια κούκλα για τον καναπέ. Ήταν μια ύπαρξη μια ανασούλα, ένα πλασματάκι που είχα την ευθύνη του. Βαρύ το φορτίο. Το βάρος της ευθύνης και της διαφορετικής ζωής που κρινόμουν να σηκώσω δυσβάστακτο. Έτσι το έβλεπα τότε στα τριάντα. Απο την άλλη δεν ήμουν διατεθειμένη να τα θυσιάσω όλα στο βωμό της μητρότητας. Είμαι μάνα, αλλά και νέα πολύ σκεφτόμουν.
Συνεχίσαμε λοιπόν, αυτό που λένε σήμερα “να κάνουμε πράγματα “. Ταξιδεύαμε πολϋ χωρίς αυτόν. Βγαίναμε, διασκεδάζαμε, πίστευα ότι το παιδί δεν πρέπει να με εγκλωβίσει. Στα τριάντα είχαμε τόση πολύ ενέργεια, θέλαμε να ρουφήξουμε την ζωή στάλα στάλα και δεν μας σταμάταγε τίποτα. Τον αφήναμε πολύ σε αλλά χέρια. Και όταν πηγαίναμε πολυήμερες διακοπές είχαμε μαζί μας πάντα βοήθεια ώστε εμείς οι γονείς να ζήσουμε κάτι απο την πρώην εργένικη ζωή. Πολλές φορές με κυρίευσαν οι τύψεις. Όμως υπήρχε η ψυχική και συναισθηματική ισορροπία. Και τότε είχαμε έναν τρόπο να διώχνουμε τις τύψεις μακριά. Δημιουργώντας άλλοθι. Κάνοντας την ανασκόπηση μου με ειλικρίνεια και με το μυαλό που έχω τώρα ίσως να μη τον άφηνα τόσο πολύ. Από την άλλη μεριά βεβαια, ως μητέρα-γυναίκα νιώθω ότι δεν έχασα τίποτα από τη ζωή, αντίθετα, τα χρόνια κύλησαν όμορφα και συναρπαστικά. Θα σκεφτείτε ότι “εσύ δεν έχασες, το παιδί σου όμως έχασε εσένα “.
Και στα σαράντα, καταφθάνει μετά από ώριμη σκέψη μια μικρούλα κουκλίτσα. Εντεκάμιση χρόνια διαφορά έχει με τον αδελφό της. Με ώριμη σκέψη πια έχοντας διανύσει κάποια χιλιόμετρα, έχοντας ανασάνει και ξεφύγει από το μεγάλωμα του πρώτου παιδιού, κοινώς απο την μωρουδίλα, υποδέχτηκα την μικρή, δεσμευόμενη ότι θα είμαι όσο περισσότερο κοντά της μπορούσα. Έτσι και έγινε.
Έχοντας την πρότερη εμπειρία, σχετικά με μεγάλωμα, πυρετούς, αγωνίες, έγινα μια cool μαμά. Όχι και τόσο cool όπως λέει η κόρη μου. Την μικρή δεν την αφήνω τόσο πολύ στις γιαγιάδες. Φροντίζω να περνώ πολύ χρόνο μαζί της. Από το να βλέπουμε ταινίες μαζί μέχρι να μαγειρεύουμε παρέα τα φαγητά που της αρέσουν, να κάνουμε βόλτες και ό,τι μπορείς να φανταστείς. Η παρουσία μου είναι συνεχής. Το άλλο άκρο θα σκεφτείτε. Οι αγωνίες βέβαια οι ίδιες. Ίσως και μεγαλύτερες. Νιώθω ότι δεν έβαλα σε δεύτερη μοίρα τα δικά μου θέλω. Γιατί πολύ απλά είχα χορτάσει. Από εξόδους, από βόλτες, από διασκέδαση. Εις βάρος του άλλου παιδιού ίσως σκεφτείτε.
Τώρα όμως μετά από τόσα χρόνια, έχουν εντεκάμιση χρόνια διαφορά τα δυο παιδιά μεταξύ τους, τα “θέλω” είναι διαφορετικά. Η ηλικία διαφορετική. Άλλα θέλεις στα τριάντα, άλλα στα σαράντα, άλλα στα πενήντα. Και άλλα μπορείς να κάνεις. Οι αντοχές μειώνονται, η αυτάρκεια μεγαλώνει και η σκέψη είναι πιο συνετή. Ζυγίζεις καλύτερα τι κερδίζεις, τι χάνεις. Το χαμόγελο της μικρής και η ευχαρίστηση- ικανοποίηση που αντλεί και εγώ εισπράττω βλέποντας την να χαίρεται είναι αρκετά. Είναι όλα.
Λένε, ότι πρέπει να θυσιάζεται κανείς για τα παιδιά σου. Δεν νιώθω ότι θυσιάζω κάτι. Οι θυσίες εκκολάπτουν θύματα. Είμαι χορτάτη. Και η έννοια μου είναι να είναι χορτάτη απο συναισθήματα και αναμνήσεις και η κόρη μου που θα πάει παρακάτω αργότερα μόνη της. Όταν ανοίξει τα φτερά της να πετάξει. Βεβαίως και έχουμε τον ελεύθερο χρόνο μας να κινηθούμε χωρίς τα παιδιά, να πάμε ολιγοήμερες διακοπές μόνοι μας, σε λογικά πλαίσια. Διότι στα σαράντα και στα πενήντα επικρατεί η λογική και όχι η έξαρση των νιάτων. Η έντονη πορεία έχει γίνει, και απλά τώρα απολαμβάνεις τις διαδρομές.
Συμπέρασμα, αλλιώς μεγαλώνεις ένα παιδί στα τριάντα και αλλιώς στα σαράντα και κάτι. Άλλα μπορείς να κάνεις στα τριάντα και άλλα στα σαράντα. Απλά στα σαράντα αντέχεις λιγότερο και σκέφτεσαι περισσότερο.
Γράφει η Τζώρτζια Βρεττού
Διαβάστε επίσης:
Ποιοτικός χρόνος είναι αυτός που σου επιτρέπει να επικοινωνείς πραγματικά με το παιδί σου