Έλεγα λοιπόν, (όχι, δεν έχετε χάσει επεισόδια, μόνη μου τα έλεγα) ότι θα επέτρεπα πολλά πράγματα σε μία μητέρα:
Θα της επέτρεπα, για παράδειγμα, να φοβηθεί. Να στεναχωρηθεί. Να χαρεί. Να νιώσει περήφανη.
Θα της επέτρεπα να κλάψει. Να γελάσει μέχρι δακρύων. Να απογοητευθεί, ακόμα και να απελπιστεί (για λίγο) ή να παραιτηθεί (για ακόμα λιγότερο).
Θα της επέτρεπα να θυμώσει. Να τσιρίξει. Να τραβήξει τα μαλλιά της (μόνο τα δικά της). Να βρίσει τους πάντες (σχεδόν). Να χτυπήσει το χέρι της στο τραπέζι. Να παρακαλέσει. Να ζητήσει συγγνώμη. Να ευχαριστήσει τον Θεό ή να του ζητήσει τον λόγο.
Ένα μόνο πράγμα δεν θα της επέτρεπα:
Να απορρίψει το παιδί της.
Για οτιδήποτε μάθει, ακούσει από πρώτο χέρι, δει ή διαπιστώσει. Και θα σου πω γιατί.
Γιατί η απόρριψη είναι μια αθέτηση υπόσχεσης. Της υπόσχεσης που δίνουμε, χωρίς να το καταλάβουμε, όταν τους λέμε:
– Σε εμένα μπορείς να λες τα πάντα.
– Μπορείς να βασίζεσαι επάνω μου.
– Ό,τι κι αν συμβεί θα είμαι δίπλα σου.
Ή ακόμα και το πιο ανώδυνο, που λέμε στα μικρά:
– Πες στη μανούλα τι έγινε και δεν θα σε μαλώσει.
Κι έρχεται, λοιπόν, το άλλο πρωί το βλαστάρι σου και γέρνοντας το κεφάλι του στον ώμο σου, το ακούς να σου εξομολογείται:
– Μαμά, παίρνω ναρκωτικά.
– Μαμά, είμαι έγκυος.
– Μαμά, είμαι ομοφυλόφιλος(η). (Αυτό ελπίζω να εξαιρείται, πια, από τα σοκ των μαμάδων).
– Μαμά, έχω κονδυλώματα. (Κι αυτό επίσης).
– Μαμά έκλεψα, μαμά σκότωσα, μαμά με έχουν συλλάβει, μαμά ζεις;
– Ε, μαμά; Ζεις;
Ναι. Είναι πολύ δύσκολο. Το ξέρω. Σε κάποιες περιπτώσεις αφόρητο, σε άλλες απάνθρωπο, αλλά είναι. Μπορεί να συμβεί. Ένα από αυτά ή όλα μαζί. Εσύ ήσουν, άλλωστε, αυτή που υποσχόταν τον ”παράδεισο” της μαμάς. Και πολύ καλά έκανες. Και μπράβο σου.
Γιατί το πρώτο βήμα έγινε.
Στο είπε.
Κι αυτό το βήμα, για να το κάνει ένα παιδί χρειάζεται πολύ περισσότερο θάρρος από αυτό που θα χρειαστεί σε εσένα. Για να συμβουλέψεις, να παρηγορήσεις, να μαλώσεις, να διορθώσεις, να επέμβεις.
Είμαι μαμά εδώ και είκοσι χρόνια. Έχω ακούσει, ουκ ολίγα. Αν έχω σοκαριστεί; Φυσικά. Πολύ. Αλλά όταν μένω μόνη μου. Αλλιώς θα τρόμαζαν. Μπροστά τους, έκανα όλα τα άλλα που σου έλεγα στην αρχή. Θύμωνα, φώναζα, χτύπαγα το χέρι, μπορεί και να ντρεπόμουν. Ο Θεός με βοήθησε σε κάποιες στιγμές να μην πέσω ξερή. Αλλά ήμουν εκεί γιατί τους το είχα υποσχεθεί:
Ότι σε εμένα θα μπορούσαν να πουν τα πάντα.
Μπορεί να μετάνιωσα για χίλια δυο, για αυτό, όμως, δεν μετάνιωσα.
Είναι εύκολο, βλέπεις, να διορθωθεί ένα στραβοπάτημα ή οι συνέπειές του.
Αρκεί να το μάθεις εγκαίρως.
Κι ο μόνος τρόπος για να το πετύχεις είναι να κρατήσεις, απλώς, μια υπόσχεση.