Αν είχα ένα ευρώ για κάθε φορά που ένας άγνωστος στο πάρκο δείχνει να με κατακρίνει με το βλέμμα του, απλά και μόνο επειδή η κόρη μου αρχίζει να κλαίει, θα ετοίμαζα τώρα καλοκαιρινή απόδραση στις Μπαχάμες για να περάσω τις διακοπές μου! Χμ, εντάξει, όχι στις Μπαχάμες ακριβώς, αλλά καταλαβαίνετε τι εννοώ.
Η κόρη μου, όπως και οι περισσότεροι συνομήλικοί της, μερικές φορές αρχίζει και κλαίει (και πολύ δυνατά) εκεί που δεν το περιμένει κανείς. Μπορεί να είναι:
– είτε γιατί πονάει πέφτοντας κάτω την ώρα του παιχνιδιού στην παιδική χαρά
– είτε γιατί της είπα όχι επειδή μου ζήτησε κάτι που δε βρήκα σωστό να κάνει
– είτε για κάποιο λόγο εντελώς ανεξήγητο (για εμάς), δάκρυα θα αρχίζουν να τρέχουν στο πρόσωπο της.
Κάθε φορά που’χει ένα τέτοιο ξέσπασμα, και ειδικά όταν βρισκόμαστε σε δημόσιο χώρο, αγχώνομαι αρκετά.
Νιώθω τα βλέμματα όλων να πέφτουν επάνω μου, όσο εγώ παλεύω να την ηρεμήσω.
Κάτι τέτοιες στιγμές δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα να διατηρήσεις την υπομονή σου. Η αντίδρασή μας όμως ως γονείς αντιμετωπίζοντας τέτοιες καταστάσεις έχει μεγάλη σημασία. Έπρεπε να το πάθω αρκετές φορές για να μάθω στο τέλος πώς να αντιμετωπίζω το άγχος σε τέτοιες συνθήκες και να φέρομαι στο παιδί μου με τέτοιο τρόπο ώστε να είμαι και κατανοητή και τρυφερή παράλληλα απέναντί της. Επαναπροσδιόρισα τις σκέψεις μου σχετικά με το πώς έβλεπα τις εκρήξεις της κόρης μου και την αντίδρασή μου σ’αυτές.
Πριν κάνω παιδιά, είχα την εντύπωση, που’χει νομίζω κι ο περισσότερος κόσμος, ότι, όταν το παιδί σου πέσει ή θυμώσει, για κάποιο δικό του λόγο, το πρώτο πράγμα που οφείλεις να κάνεις είναι να του πεις:
1. “Εντάξει, είσαι καλά”,
γιατί αυτό θα το κάνει να μάθει πως όντως είναι καλά. Ή να πεις:
2. “Μην κλαις”
προσπαθώντας να το κάνεις να γίνει χαρούμενο και πάλι, γιατί ποιος γονιός δε θέλει το παιδί του να είναι ευτυχισμένο;
Αν το κοιτάξουμε εντελώς επιφανειακά, δείχνει να έχει κάποιο νόημα, αλλά αυτές οι φράσεις βοηθάνε πραγματικά το παιδί μας;
Το “Είσαι καλά” είναι μία φράση που προσωπικά μισώ να την ακούω σε περίπτωση που είμαι αναστατωμένη.
Γιατί για να είμαι αναστατωμένη σημαίνει πολύ απλά πως μόνο καλά δεν είμαι. Έτσι αν λέμε στο παιδί μας:
“Είσαι καλά”, έστω κι αν έχουμε καλή πρόθεση, στην ουσία αμφισβητούμε το τι αισθάνεται εκείνη τη στιγμή. Είναι σαν να του λέμε πως αυτά που αισθάνεται δεν έχουν ισχύ ή δεν έχουν σημασία. Ακόμα κι αν θεωρούμε πως το παιδί μας “δραματοποιεί” τα πράγματα ή φέρεται κάπως “ανόητα”για τα δικά μας δεδομένα, πρέπει να του δώσουμε να καταλάβει πως αυτό που αισθάνεται είναι όντως αληθινό και ότι το λαμβάνουμε υπόψη μας.
Όταν αναγνωρίζουμε τα συναισθήματά του και η αντίδρασή μας δείχνει ενσυναίσθηση προς το παιδί, τότε μαθαίνει και το ίδιο όχι μόνο να τα αναγνωρίζει αλλά και πως πρέπει να τα αντιμετωπίσει.
Το “Μην κλαις” είναι άλλη μία φράση που με ενοχλεί ιδιαίτερα.
Υπάρχει μία κοινώς αποδεκτή αντίληψη πως το να κλαίει ένα μωρό ή ένα παιδί δεν είναι ιδιαίτερα… καλό. Στην πραγματικότητα, το κλάμα, ειδικά σε τόσο νεαρή ηλικία, είναι η πιο υγιής έκφραση των συναισθημάτων του παιδιού. Ένας από τους λίγους τρόπους που βοηθούν στην εξωτερίκευση του τι ακριβώς αισθάνεται. Το κλάμα ακόμα και εμένα με κάνει κάποιες φορές να αισθάνομαι καλύτερα, κυρίως, γιατί μου δίνεται η ευκαιρία να εκδηλώσω τα συναισθήματά μου και να νιώσω ανακούφιση. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τα παιδιά (αν και στην περίπτωσή τους γίνεται πολύ συχνότερα). Είναι, όμως, μέρος της ανάπτυξής τους και άρα απόλυτα φυσιολογικό!
Η επεξεργασία αλλά κι η έκφραση των συναισθημάτων ενός ανθρώπου έχει ιδιαίτερη σημασία.
Κανένας γονιός δεν θέλει να βλέπει τα παιδιά του να κλαίνε. Όταν λέμε, όμως, στο παιδί μας:
“Μην κλαις” είναι σαν να του λέμε πως νιώθουμε άβολα με τον τρόπο με τον οποίο μας εκφράζει το πως αισθάνεται. Σαν γονείς θα πρέπει να κάνουμε το παιδί μας να νιώθει ασφάλεια και εμπιστοσύνη απέναντί μας, έτσι ώστε να μπορεί ελεύθερα να εκφράσει τα συναισθήματά του. Για να το πετύχουμε αυτό θα πρέπει να ξέρουν πως ακούμε και καταλαβαίνουμε αυτά που θέλουν να μας πουν.
Όταν ένα παιδί είναι αναστατωμένο είναι απαραίτητο να ξέρει πως ακούμε αυτήν την αναστάτωσή του, καταλαβαίνουμε το λόγο και συμπάσχουμε μαζί του ακόμα κι αν δεν καταλαβαίνουμε γιατί ακριβώς συμβαίνει αυτό.
Ας ξαναγυρίσουμε, όμως, και πάλι στο πως αισθάνομαι εγώ ακριβώς όταν είμαι αναστατωμένη.
Έχω την ανάγκη να ακουστώ, θέλω να βρεθεί κάποιος που να κατανοεί τα συναισθήματά μου και το λόγο που αισθάνομαι κατά αυτόν τον τρόπο και να συμπάσχει για λίγο μαζί μου. Σκεφτείτε πόσο συχνά διαφωνείτε με κάποιον και μετά μιλώντας με μια φίλη σας της λέτε:
“Μακάρι να μπορούσαν να με ακούσουν/καταλάβουν”.
Μία απ’τις πιο βασικές ανθρώπινες ανάγκες είναι αυτή του να ακουστεί αυτό που’χεις να πεις και να κατανοηθεί απ’τους άλλους.
Ικανοποιώντας αυτή την ανάγκη των παιδιών μας τους διδάσκουμε στην ουσία πως να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν πολλά και διάφορα πράγματα μόνα τους στο μέλλον.
Όπως γράφει η L.R. Knost:
“Όπως η βροχή δεν προκαλεί ξηρασία, ένα γιορτινό γεύμα δε δημιουργεί πείνα κι η γενναιοδωρία δεν έχει ως αποτέλεσμα τη φτώχεια, έτσι και η ικανοποίηση των αναγκών των παιδιών για αφοσίωση, στοργή και κατανόηση, όταν ακόμα βρίσκονται σε νεαρή ηλικία, δε δημιουργεί ενήλικες που ψάχνουν άλλους να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους. Βασικά συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Ένα παιδί του οποίου καλύπτονται οι συναισθηματικές του ανάγκες, έχει την τάση όταν πλέον μεγαλώσει, να είναι ένας συναισθηματικά υγιής ενήλικας, με τον ίδιο τρόπο που ένα παιδί του οποίου καλύπτονται οι φυσικές του ανάγκες έχει την τάση να εξελιχθεί μελλοντικά σε έναν υγιή από φυσικής πλευράς ενήλικα. Οι ανάγκες που δεν καλύπτονται δημιουργούν νέες ανάγκες”.
Διαβάστε τη συνέχεια στην επόμενη σελίδα