Είμαι μια μαμά που φωνάζει όταν τα παιδιά δεν ακούνε. Τους τελευταίους μήνες, μάλιστα, φωνάζω περισσότερο απ’ότι συνήθως, (αν υποθέσουμε ότι υπάρχει ένα όριο που ορίζει πόσες φορές μαμαδίστικων ουρλιαχτών επιτρέπονται). Οι φωνές είναι συνηθισμένες στην οικογένειά μου.
Η μαμά φώναζε, ο μπαμπάς φώναζε, ακόμα και οι παππούδες μου φώναζαν. Θυμάμαι, μάλιστα, τους παππούδες μου, να στέκονται όρθιοι στην κουζίνα και να φωνάζουν για πράγματα που δεν υπάρχει λόγος να φωνάζει κανείς, όπως για παράδειγμα, για να φτιάξουν ένα απλό σάντουιτς.
Γενικά είμαι ένας άνθρωπος που φωνάζει, μιλάει δυνατά, γελάει δυνατά και χρησιμοποιεί πολύ τα χέρια του όταν μιλάει, χωρίς λόγο. Η αλήθεια είναι ότι δεν αισθάνθηκα ποτέ απειλή απ’τις φωνές –γιατί τις θεωρούσα ακόμα έναν τρόπο ΟΜΙΛΙΑΣ. Το να μου φωνάζουν μ’έκανε απλώς ν’ακούω και μεγάλωσα θεωρώντας τις φωνές μέρος της ζωής μου και της επικοινωνίας μου με τους άλλους ανθρώπους. Μεγάλωσα με την πεποίθηση ότι με το να φωνάζεις οι άλλοι σε προσέχουν και αναγκάζονται να σ’ακούσουν.
Όταν όμως έγινα μητέρα, διαβάζοντας και ρωτώντας, έμαθα ότι είναι τεράστιο λάθος να φωνάζεις στα παιδιά σου.
Η κόρη μου, όταν ήταν 5 χρονών, όπως κάθε 5χρονο, ήθελε να κάνει το δικό της, σε βαθμό που μπορούσε να με βγάλει από τα ρούχα μου. Κάθε φορά που της έλεγα να κάνει κάτι, όπως να βγάλει τα παπούτσια της έξω, να πλύνει τα χέρια της κ.λ.π. με αγνοούσε, οπότε θεωρούσα ότι χρειάζεται να φωνάξω προκειμένου να κάνει αυτό που της λέω.
Και σχεδόν κάθε φορά που φώναζα, έβαζε τα κλάματα και μου έλεγε «Γιατί μου φωνάζεις;» και μετά θύμωνα ακόμα περισσότερο και φώναζα πιο δυνατά, λέγοντάς της ότι όσο δεν με ακούει με αναγκάζει να φωνάζω. Αυτός ο φαύλος κύκλος μας λοιπόν δεν είχε τελειωμό και πήγαινε κάπως έτσι: Εγώ νευρίαζα περισσότερο και εκείνη ένιωθε όλο και περισσότερο να της επιτίθεμαι και άκρη δεν έβγαινε.
Μέχρι που διάβασα, ρώτησα, ψάχτηκα για να ανακαλύψω ότι η κόρη μου έχει έναν χαρακτήρα εσωστρεφή (με μικρές δόσεις εξωστρέφειας). Σύμφωνα με τους ψυχολόγους, οι εσωστρεφείς άνθρωποι μπορούν εύκολα να χαθούν στις δικές τους σκέψεις και πραγματικά να μην σε ακούν όταν τους μιλάς, πόσο μάλλον όταν τους φωνάζεις. Έτσι, αποφάσισα να τεστάρω τη θεωρία αυτή με την πρώτη ευκαιρία.
Μια μέρα λοιπόν η μικρή έπαιζε στο πάτωμα με τα παιχνίδια της και ήταν ώρα να μπει για μπάνιο. «Ώρα για μπάνιο», της είπα. Τίποτα. «Είναι ώρα για μπάνιο». Σαν να μην υπήρχα. Λίγο πιο δυνατά «Είναι ώρα για μπάνιο». (Υπάρχω;). Στο σημείο αυτό κανονικά θα φώναζα «ΕΙΝΑΙ ΩΡΑ ΓΙΑ ΜΠΑΝΙΟ – ΣΗΚΩ ΤΩΡΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ ΘΑ ΣΟΥ ΠΑΡΩ ΟΛΑ ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ!». Αλλά δεν το έκανα. Αντίθετα, έσκυψα δίπλα της και της είπα «Σου μιλάω. Τι πρέπει να κάνω για να με ακούσεις;».