Αφορμή για να σκεφτώ και να γράψω μου έδωσαν τα πρόσφατα γεγονότα σε πόλεις και Σχολειά στα οποία πρόκειται να φοιτήσουν παιδιά προσφύγων.
Δεν θα επιχειρηματολογήσω ως προς το θέμα του αν πρέπει ή δεν πρέπει να φοιτήσουν τα παιδιά στα σχολεία μας και αν πρέπει να τύχουν ξεχωριστής υποδοχής. Μπορεί καθένας να πιστεύει ό,τι θέλει.
Εμένα και οι δύο γιαγιάδες μου, η μία Μανιάτισσα και η άλλη Κωνσταντινοπολίτισσα, με έμαθαν ότι τον άνθρωπο που έρχεται σπίτι μας τον φιλεύουμε με ό,τι καλύτερο έχουμε. Επίσης μου έμαθαν πως, αν τύχει και «ξεπέσει» κάποιος στην ανάγκη μας, τον συμμεριζόμαστε και τον συμπονάμε, τον βοηθάμε και τον συντρέχουμε. Είναι θέμα πίστης και ανθρωπιάς. Αυτό με μάθανε, δεν αλλάζει.
Ωστόσο, ετούτες και τις προηγούμενες ημέρες, διαβάζω για ανακοινώσεις και ενέργειες Συλλόγων Γονέων, για διαφωνίες και αντιθέσεις. Διαβάζω απόψεις οι οποίες «ξεφωνίζουν» σε όλους τους τόνους ότι το παιδί κάποιου μπορεί να είναι ανώτερης «αξίας» από το παιδί κάποιου άλλου. Διαβάζω και απορώ γιατί ετούτες οι απόψεις δεν εκφράζονται από έναν μεμονωμένο γονέα, αλλά διατυμπανίζονται από εκπροσώπους γονέων.
Πώς μπορεί να συμβαίνει αυτό; Πώς μπορεί κάποιος που έθεσε υποψηφιότητα σε έναν Σύλλογο Γονέων με στόχο του να εργαστεί και να φροντίσει και τα παιδιά των άλλων, μαζί με το δικό του παιδί, πώς είναι δυνατόν να δηλώνει με τον τρόπο του: «εμένα το παιδί μου έχει μεγαλύτερη αξία από των άλλων» και παρόλα αυτά εμείς να συνεχίζουμε να τον εμπιστευόμαστε;
Θυμήθηκα άλλες εποχές και άλλους Συλλόγους, ανθρώπους που τους έζησα είτε ως μητέρα είτε ως εργαζόμενη, θυμήθηκα στιγμές και πράξεις που έκαναν το Σχολείο να είναι για μένα το καλύτερο σαλόνι του σπιτιού μου.
Εκείνο το παλιό κτίριο με τα πάμπολλα προβλήματα, το μεταμόρφωσε, στα μάτια μου και την καρδιά μου, η αγάπη των ανθρώπων. Εκείνων των ανθρώπων που η διαρκής παρουσία τους στους σχολικούς χώρους και ο μόχθος τους για να προσφέρουν σε όλα τα παιδιά ό,τι καλύτερο μπορούσαν, έδωσε άλλη πνοή στην σχολική ζωή.
Τι εξωσχολικές δράσεις, τι επισκέψεις, τι δραστηριότητες, τι θέατρα, τι μαθήματα χορού, τι εκθέσεις βιβλίου, τι συναντήσεις με συγγραφείς…. Ό,τι μπορούσαν, και καμιά φορά ό,τι δεν μπορούσαν, το κατάφερναν εκείνοι οι γονείς. Το πρόσφεραν με την καρδιά τους σε όλα τα παιδιά.
Αλήθεια λέτε να μην υπήρχαν τότε παιδιά «διαφορετικά»; Βεβαίως υπήρχαν.
Και γονείς που αντιδρούσαν υπήρχαν κι εκείνοι που ήθελαν να μαζέψουν υπογραφές για να διώξουν το «καημένο το ψειριασμένο».
Αλλά υπήρχαν κι οι άλλοι. Εκείνοι που με τις πράξεις τους έδιναν το παράδειγμα της ανθρωπιάς. Προσπαθούσαν να πείσουν και να νουθετήσουν με αγάπη: «όλα παιδιά είναι, δικά μας παιδιά».
Έτσι φρόντιζαν να έχουν ό,τι χρειαζόταν. Εισιτήριο δωρεάν για το θέατρο για τα παιδιά που δεν μπορούσαν να πληρώσουν. Χειροποίητα μικρά δώρα για να έχουν κάτι να λάβουν αλλά και να χαρίσουν στις μητέρες τους όλα τα παιδιά… και παράλληλα αγωνίζονταν για ένα καλύτερο Σχολείο, υποχρεωτικό για όλα τα παιδιά, δημόσιο και δωρεάν… (Μάταια ίσως; Μα αγωνίζονταν.)
Σήμερα τα παιδιά τους έχουν μεγαλώσει, κανένα δεν «χάθηκε»… ακόμη κι αν κάποιο «κόλλησε ψείρες», ακόμη κι αν κάποιο στεναχωρήθηκε ή στερήθηκε κάτι για να το χαρεί κάποιο άλλο παιδί. Κανένα δεν «έχασε». Όλα κέρδισαν από την αγάπη των γονιών τους για το Σχολείο, όλα κέρδισαν που οι γονείς τους αντιμετώπιζαν το Σχολείο σαν το σπίτι τους, σαν το καλύτερο σαλόνι του σπιτιού τους. Όλα ωφελήθηκαν ηθικά από την φροντίδα των γονιών τους για τα «ξένα» παιδιά.
Έγιναν καλύτεροι μαθητές, καλύτεροι πολίτες, καλύτεροι εργοδότες, καλύτεροι γονείς. Ίσως και να έγιναν καλύτεροι άνθρωποι τελικά….
Γιατί βρε αδερφέ, τι αξία έχει να αγαπάς και να φροντίζεις το δικό σου παιδί; Αυτό το κάνουν όλοι. Το παιδί του άλλου είναι το ζήτημα.
Διαβάστε επίσης:
«Μαμά με τρώει το κεφάλι μου» – πες goodbye στις ψείρες στο άψε σβήσε