Κάποια στιγμή ο μικρός έπαθε αγκύλωση, εδώ έπαθε το μάτι μου που τον παρατηρούσα, και άρχισε να πηγαίνει μπρος-πίσω την καρέκλα του, κάνοντάς την να στέκεται στα δύο πίσω πόδια για λίγο. Η μικρή είδε το παιχνίδι και άρχισε να κάνει το ίδιο. Πίσω μπρος, πίσω μπρος, είχαν βρει παιχνίδι τα καημένα. Η μητέρα με το που τα είδε είπε ένα δυνατό “παιδιά”, τα κοίταξε επίμονα και άγρια, έσφιξε το στόμα της αποδοκιμαστικά και οι καρέκλες πάτησαν αυτόματα στο πάτωμα και στα τέσσερα πόδια τους.
Πρέπει να πέρασε μια ώρα με τα παιδάκια βιδωμένα στις καρέκλες.
“Δεν τα αφήνεις να πάνε μέσα να παίξουν, τόλμησε να πει μια μητέρα “τι να κάνουν εδώ με τους μεγάλους“;
“Όχι, απάντησε η μαμά, πρέπει να ξέρουν ότι δεν είναι όλες οι ώρες δικές τους“.
Που λάθος δεν το λες, ίσα-ίσα, αλλά όχι με αυτή την πρακτική.
Στη συνέχεια σερβιρίστηκε το φαγητό. Τα μικρά σηκώθηκαν κι αυτά, έβαλαν ό,τι ήθελαν στο πιάτο τους και ξανακάθισαν στις ρημάδες τις καρέκλες. Κι όταν τελείωσαν, πήγαν το πιάτο τους μέσα και ξανακάθισαν στις καρέκλες. Στη συνέχεια, φάγαμε το γλυκό, με το ίδιο σκηνικό, καρέκλα, πετσέτα, πιάτο μέσα. Μετά η μαμά είπε: “Παιδιά ώρα για ύπνο” και τα μικρά σηκώθηκαν για να μας πουν καληνύχτα, ανακουφισμένα που τελείωσε το μαρτύριό τους, αλλά και το δικό μας.
Πέρασαν μέρες και τα παιδιά αυτά δεν μπορούσαν να φύγουν από το μυαλό μου. Όσο ενοχλητικό είναι να έχεις δυο παιδιά που δεν σέβονται τίποτα και κάνουν τα πάντα άνω-κάτω χωρίς να ακούν κανέναν, τόσο ήταν κι αυτό το μαρτύριο, το οποίο πήγαινε κόντρα στην παιδική τους φύση.
Και τελικά, ίσως θεωρώ πιο φυσιολογικό δυο παιδιά 6 και 7 ετών να φέρουν ένα σπίτι άνω-κάτω, απ’το να συμπεριφέρονται σαν πενηντάρηδες.
Μια τέτοιου είδους πειθαρχία σίγουρα κάνει πιο εύκολη τη ζωή ενός γονιού, καθώς όλα είναι στην εντέλεια. Δεν χρειάζεται κάθε φορά να επαναλαμβάνει τις ίδιες εντολές, να μαλλιάζει η γλώσσα του και να κυνηγάει διαρκώς πιτσιρίκια.
“Δεν είναι πειθαρχημένο το παιδί που είναι αναγκασμένο να μένει μουγκό και ακίνητο. Είναι μηδενισμένο” έγραφε η Μαρία Μοντεσσόρι.
Αναρωτιέμαι, για να φτάσουν αυτά τα παιδιά σε τέτοιο σημείο “εκγύμνασης”, δεν ξέρω τι ασκήσεις έχουν προηγηθεί, πόσο έχουν στραμπουλήξει την ψυχή τους, το “είναι” τους, προκειμένου να είναι ευχαριστημένη η μαμά.
Γιατί συνήθως αυτό είναι το έπαθλο. “Να μην απογοητευτεί η μαμά”.
Και αναρωτιέμαι, αυτή η μητέρα, που δεν αμφιβάλλω ότι έχει καλές προθέσεις, είναι ικανοποιημένη που έχει μεταμορφωθεί σε θηριοδαμαστή που βάζει τον ελέφαντα να σταθεί στα δυο του πόδια ή το κεφάλι της μέσα στο στόμα του λιονταριού; Πόση αυταξία αντλεί από όλη αυτή την διαδικασία;
Δεν σκέφτεται πως ίσως κάποια μέρα, μετά από πολλά χρόνια, αυτό το λιοντάρι, μπορεί να της επιτεθεί; Αν βέβαια ποτέ βρει το κουράγιο. Κι αν δεν το βρει, απλά όταν θα γίνει ενήλικας, το μόνο που θα θελήσει μετά από τόσα χρόνια τρελής καταπίεσης, θα είναι να φύγει και να μην ξαναγυρίσει ποτέ;