Δεν θα’λεγα ότι το υποπτευόμουν, μάλλον ανησυχούσα για τις μαθησιακές δυσκολίες, μιας και δεν ήταν κάτι άγνωστο στο ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον του άνδρα μου. Έλεγα στον εαυτό μου πως πρέπει ν’αφουγκραστώ, να προσέξω και να παρατηρήσω προσεκτικά. Ν’ανακαλύψω τα πιθανά σημάδια για να μπορέσει να διαγνωστεί έγκαιρα το μαθησιακό πρόβλημα στα παιδιά μου. Αν υπήρχε. Μια σειρά από γεγονότα, όμως, δεν μου επέτρεψαν ν’αντιληφθώ έγκαιρα ούτε τη δυσλεξία ούτε τη ΔΕΠΥ στον μικρό μου γιο. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα παιδί πολύ έξυπνο, ζωηρό, κοινωνικό, ανεξάρτητο, με τετράγωνη λογική, ετοιμόλογο, θαρραλέο και συναισθηματικά ισορροπημένο. Με εξαιρετική, καλλιτεχνική φλέβα που τίποτα δεν σε κάνει να φανταστείς ότι μπορεί να’χει κάποιο πρόβλημα στο σχολείο.
Ήμουν σίγουρη ότι στο σχολείο θα τα πήγαινε πολύ καλά. Βρισκόμουν, όπως ήδη είπα, σ’εγρήγορση, όταν πήγε στην Α’, πολύ χαλαρή, όμως, αφού είχα, πλέον, καταλάβει ότι τ’άγχη μου, σχετικά με το αν υπάρχει πρόβλημα, ήταν υπερβολικά, μιας κι είχα ξαναδεί το έργο ένα χρόνο πριν, με τον μεγάλο μου γιο, ο οποίος τα πήγαινε μια χαρά. Ήξερα πως θέλει το χρόνο του να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα του Δημοτικού σχολείου και του τον έδωσα. Μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων η δασκάλα του δεν επέστρεψε στο σχολείο λόγω εγκυμοσύνης. Το αποτέλεσμα ήταν μια Α’ Δημοτικού στο έλεος του συστήματος της δημόσιας ελληνικής εκπαίδευσης. Η χρονιά δυστυχώς χάθηκε…
Στην Β’ Δημοτικού ξεκίνησαν με τη νέα δασκάλα απ’την αλφαβήτα, μαθαίνοντας απ’την αρχή τα σύμφωνα και τα φωνήεντα και πρόσθεση κι αφαίρεση απ’το 1 έως το 10. Κάναμε όλοι μαζί, γονείς και δασκάλα, μεγάλο αγώνα για να μπορέσουν τα παιδιά μας να καταφέρουν το ακατόρθωτο: Δύο τάξεις σ’ένα σχολικό έτος. Στην Γ’ Δημοτικού, όμως, ξεκαθάρισε η ήρα απ’το στάρι. Φάνηκε ποια παιδιά είχαν θέματα κι ένα απ’αυτά ήταν το δικό μου!
Δυσκολευόταν στην ανάγνωση.
Δεν μπορούσε ν’αφομοιώσει το νόημα ενός κειμένου που διάβαζε. Δεν μπορούσε ν’αποδώσει προφορικά κάτι που είχε μάθει. Παρά μόνο ως απαντήσεις σε συγκεκριμένες ερωτήσεις και κυρίως, δεν μπορούσε ν’αποτυπώσει με κανένα τρόπο τις σκέψεις του στο χαρτί. Η δασκάλα του, προφανώς κουρασμένη απ’την προσπάθεια της προηγούμενης χρονιάς, έδειχνε πολύ καταβεβλημένη κι είχε χάσει την υπομονή της. Παρόλο που συζητήσαμε το ενδεχόμενο του μαθησιακού προβλήματος, ουδέποτε τον έστειλε στην δασκάλα της ειδικής αγωγής για έλεγχο. Δεν ήταν ποτέ διαλλακτική με το παιδί, που δεν προλάβαινε ν’αντιγράψει απ’τον πίνακα ή να ολοκληρώσει ένα τεστ στην διάρκεια της διδακτικής ώρας. Δεν του έκανε ποτέ ερωτήσεις για να δει αν ήταν διαβασμένος στην ιστορία, παρά μόνο του ζητούσε να πει το μάθημα, πράγμα αδύνατον για εκείνο.
Η διάθεση του να πάει στο σχολείο σιγά-σιγά έφτασε στα τάρταρα.
Η αυτοεκτίμησή του καταβαραθρώθηκε.
Η ώρα της μελέτης έγινε καταναγκαστικά έργα. Πιο πολύ, όμως, με πλήγωνε και με πονούσε η εικόνα που είχε για τον εαυτό του. Φράσεις όπως: «Δεν μπορώ άλλο μαμά, είμαι χαζός, το ξέρω…», «Γιατί προσπαθούμε; Αφού δεν πρόκειται να τα καταφέρω…», «Οι φίλοι μου μ’αγαπάνε κι ας μην είμαι καλός μαθητής…» ήταν ψωμοτύρι, πλέον, στην καθημερινότητα μας.
Έκλεισα ραντεβού σε ΚΕΔΥ και ΚΕΨΥΕ και τελικά, κατάφερα τον Ιούνιο, στο τέλος της Γ’ Δημοτικού, να τον δουν. Μου ζήτησαν ένα σημείωμα απ’την δασκάλα του σχετικά με την εικόνα του. Μου’δωσαν απ’το σχολείο έναν κλειστό, σφραγισμένο φάκελο που δεν έπρεπε ν’ανοίξω. Εγώ τον άνοιξα, τον διάβασα και μ’έπιασαν τα κλάματα. Το παιδί μου περιγραφόταν σαν ένα παιδί αδιάφορο (αφού δεν ενδιαφερόταν ν’αντιγράψει απ’τον πίνακα εγκαίρως), μονίμως αδιάβαστο (αφού δεν μπορούσε να πει Ιστορία ή Θρησκευτικά), που δεν πήγαινε προετοιμασμένο στο σχολείο του (αφού δεν έλεγε φαρσί την προπαίδεια και δεν έγραφε σωστά την ορθογραφία του), χωρίς βοήθεια και επιτήρηση απ’το σπίτι στη μελέτη του.
Μονό εγώ ξέρω πόσες ώρες περνάγαμε στο γραφείο του προσπαθώντας να γράψει έκθεση. Πόσες φορές του διάβαζα την Ιστορία και τα Θρησκευτικά για να τα μάθει. Πόσες φωτοτυπίες μαθηματικών κατέβαζα απ’το ιντερνέτ για να μάθει τα κρατούμενα και να κάνει κάθετο πολλαπλασιασμό. Πόσες φορές τον έβαζα να γράψει την αυριανή ορθογραφία και πόσο βασάνιζα το παιδί μου με τις ώρες να πάει «διαβασμένο» στο σχολείο.
Η διάγνωση ήταν η εξής: «Απ’την αξιολόγηση προκύπτει: Ενδείξεις μαθησιακών δυσκολιών δυσλεκτικού τύπου με διάσπαση προσοχής επί εδάφους υψηλής νοημοσύνης…». Για την ιστορία ο μικρός ολοκλήρωσε δοκιμασίες, κατά την αξιολόγησή του, που απευθύνονταν σε παιδιά των πρώτων τάξεων του Γυμνασίου, μ’ευκολία, σύμφωνα με την κυρία που τον εξέτασε.
Άρχισα να διαβάζω ό,τι υπήρχε στο διαδίκτυο, σ’όποια γλώσσα έβρισκα (μεγάλη υπόθεση το google translate).
Εστίασα στην δυσλεξία, υποτιμώντας, βλακωδώς, τη ΔΕΠΥ.
Τελικά και αφού ξεσκόνισα όλη τη ιντερνετική βιβλιογραφία διαπίστωσα ότι το σημαντικότερο απ’όλα είναι (όπως στα περισσότερα πράγματα) η ψυχολογία του παιδιού. Και του δικού μου παιδιού η ψυχολογία ήταν στα τρίσβαθα των μαύρων ωκεανών.
Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να τον ενημερώσω και να του εξηγήσω αναλυτικά τι είναι αυτό που «έχει». Τι είναι η δυσλεξία και πως ακριβώς λειτουργεί. Γιατί τον δυσκολεύει και του υποσχέθηκα ότι θα τον βοηθήσω μ’όποιο τρόπο μπορώ να τα καταφέρει. Μιλήσαμε πολύ. Προσπάθησα να τον πείσω πως δεν είναι χαζός και μπορεί να καταφέρει ό,τι θέλει εκείνος, αρκεί να το θελήσει πραγματικά.
Στην αρχή της νέας σχολικής χρονιάς, Δ’ Δημοτικού πια, πήγα την γνωμάτευση στο σχολείο και ζήτησα ένα μόνο πράγμα απ’την καινούρια του δασκάλα:
«Θέλω μόνο το παιδί μου να επανακτήσει την αυτοεκτίμησή του, τίποτα άλλο» της είπα.
Ρώτησα, έψαξα και κατέληξα να κάνει ειδική αγωγή στο σπίτι, με μία δασκάλα που μας βοηθάει και τους δύο να πορευθούμε με τα μαθησιακά.
Διαπίστωσα ότι, τελικά, η ΔΕΠΥ είναι πολύ «χειρότερη» απ’την δυσλεξία.
Είναι σαν ένα χέρι αόρατο ν’ανακατεύει τις σκέψεις του συνεχώς και δεν μπορεί να συγκεντρωθεί, παρά μόνο με δυσκολία. Αυτό, σε συνδυασμό με τη δυσλεξία, εντείνει το ήδη υπάρχον πρόβλημα που απορρέει απ’αυτήν, στο να θυμάται πράγματα, ν’ανακαλεί γραμματικούς κανόνες, να θυμάται όλη την προπαίδεια μ’ευκολία κ.α. Όλη αυτή η καθυστέρηση δημιούργησε διάφορα προβλήματα. Δεν έπρεπε να κάνει ξένη γλώσσα, μιας και φωνολογικά μπέρδευε τα ελληνικά με τα λατινικά γράμματα που είχαν τον ίδιο τρόπο γραφής, αλλά διαφορετικό τρόπο προφοράς.
Αντιμετωπίζουμε, πλέον κι άλλες πρακτικές δυσκολίες: Η δασκάλα των Αγγλικών του σχολείου δεν του δίνει απαλλαγή και πάει μονίμως αδιάβαστος, γιατί δεν πρέπει, τουλάχιστον προς το παρόν, να’χει επαφή μ’άλλη γλώσσα, εκτός απ’την ελληνική. Ο σχολικός σύμβουλος για τα μαθησιακά, τέλος, είναι ένας για όλη την Αθήνα και δεν έχει χρόνο να μας κάνει την τιμή.
Πρέπει, επίσης, να διαβάζει τα ίδια βιβλία και ν’αξιολογείται στην ίδια ύλη και με τον ίδιο τρόπο με τους συμμαθητές του (εξετάζεται με μικτό τρόπο) που δεν έχουν μαθησιακά. Πρέπει να υφίσταται ένα εκπαιδευτικό σύστημα τραγικό, χωρίς καμία πρόβλεψη γι’αυτά τα παιδιά που το μόνο που κάνει είναι να τα καταδικάζει.
Ένα σύστημα που δεν ενημερώνει κανένα γονιό πως το παιδί του δεν υπολείπεται των άλλων σ’ευφυΐα κι οι περισσότεροι νομίζουν πως τους λένε πως το παιδί τους είναι κουτό.
Ένα σύστημα που επιτρέπει σε κάποια απ’αυτά τα παιδιά να υποστούν bullying. Παρόλ’αυτά, εμείς τα καταφέρνουμε. Με τη βοήθεια της δασκάλας τόσο του σχολείου όσο και της ειδικής αγωγής, έχει καταφέρει και την αυτοπεποίθησή του ν’ανεβάσει και την επίδοσή του και να αισθάνεται ασφαλής.
Το μόνο που κατάφερα να μάθω, μετά από τόσο διάβασμα, είναι ότι τελικά εμένα, σαν μάνα του Νικόλα, το μόνο που μ’ενδιαφέρει είναι να’ναι ευτυχισμένο και χαρούμενο παιδί. Ξέρω ότι ποτέ δεν θα’ναι ορθογράφος. Δεν θα γράφει μ’ευκολία τις σκέψεις του και θ’ανακαλεί μόνο τις γνώσεις που τον ενδιαφέρουν. Προσπαθώ, όμως, μαζί του καθημερινά. Κάθομαι δίπλα του. Είμαι και θα είμαι αρωγός του για όσο με χρειάζεται.
Προσπαθώ να του μάθω πράγματα που έχουν αξία, όπως η συνέπεια, η εντιμότητα, η αγάπη κι η ενσυναίσθηση.
Κι όταν με κοιτάει στα μάτια και μου λέει:
«Δεν τα κατάφερα και πολύ καλά στο τεστ, μαμά» του απαντάω: «Δεν πειράζει. Κανείς ό,τι έκανε δεν το έκανε με τον βαθμό της Δ’ Δημοτικού, αγάπη μου. Εγώ είμαι πολύ περήφανη που προσπάθησες. Άλλωστε, είπαμε, εσύ είσαι για μεγάλα πράγματα. Αρκεί να το θελήσεις!»
Αμάντα Νικολάου
Διαβάστε επίσης:
Αυτισμός – Η αρχή του παγόβουνου: «κάτι δεν πάει καλά με το παιδί μας»