Οι δάσκαλοι γινόμαστε καθημερινά μάρτυρες του αποτελέσματος της έλλειψης οξυγόνου. Το παιδί φυλάει όλη την ενεργητικότητά του για τα διαλείμματα του σχολείου, όπου μπορεί εύκολα κανείς να διακρίνει την αγωνιώδη προσπάθεια που καταβάλλει για να κερδίσει λίγα λεπτά παιχνιδιού δημιουργικού, αλλά ούτε και αυτό δεν το καταφέρνει, αφού δεν του δίνονται σε λίγα λεπτά της ώρας οι ευκαιρίες να δημιουργήσει μέσα από το παιχνίδι, να μάθει. Αντίθετα παίζει με άγχος, είναι επιθετικό και απρόθυμο για συνεργασία.
Σήμερα που η οικογένεια με συνεχείς προσπάθειες, εξαφανίζει από μπροστά του την πραγματικότητα και το καλεί να δράσει σε υποκατάστατα κοινωνικών συνθηκών και ζωής, όπου την αλάνα υποκατέστησε το παιδικό οργανωμένο δωμάτιο και οι πολυτελείς ιδιωτικοί παιδότοποι, τα παραμύθια της γιαγιάς η τηλεόραση, τη δημιουργική ενασχόληση με τα αντικείμενα το ηλεκτρονικό παιχνίδι και τη δράση στην ομάδα συνομηλίκων της γειτονιάς η απομόνωση και το τηλεχειριστήριο, είναι πλέον ζήτημα υπαρξιακό η προσφορά στο παιδί μας ευκαιριών για επικοινωνία και δράση, όχι για δέκα λεπτά της ώρας, αλλά για κάθε στιγμή, που θα βρεθούμε μαζί του, έτσι ώστε να του δώσουμε ανάσες ζωής.
Θέλουμε δε θέλουμε, όλοι έχουμε γίνει ωτακουστές φράσεων κλειδιών από γονείς και από παιδιά, που όλες παραπέμπουν σε κάποιον λογαριασμό. «Αν δεν ήμουν υποχρεωμένος να σε ταΐζω και να σε σπουδάζω, θα μπορούσα να ζήσω διαφορετικά». «Όταν θα κερδίζεις τη ζωή μόνη σου, θα’ χεις και το δικαίωμα να εκφράζεις τη γνώμη σου», «αχάριστε, μετά τόσες θυσίες, τολμάς και μιλάς;». Τα επιχειρήματα τις άλλης πλευράς εξίσου ισχυρά και νόμιμα. «Δε ζήτησα να γεννηθώ, δε ζήτησα θυσίες». «Τι σόι αγάπη είναι αυτή, που μεταφράζεται σε οικονομική σχέση;» Τα επιχειρήματα αλληλοπυροβολούνται.
Παρ’ όλο που οι γονείς λένε ότι δεν περιμένουν τίποτα από τα παιδιά τους, η αλήθεια είναι ότι περιμένουν πάρα πολλά. Η επιθυμία για ανώτερες σπουδές προέρχεται κυρίως από τους γονείς, που επενδύουν οικονομικά και συναισθηματικά στην κοινωνική τους άνοδο μέσα από το παιδί τους. Γονείς που κάνουν επένδυση σε μια επιχείρηση, που θέλει τα ποσοστά της και μάλιστα με τόκους.
Όσο για το παιδί; Το παιδί με τη σειρά του με διάφορες προσπάθειες, τις περισσότερες φορές επιτυχείς, αγωνίζεται να ικανοποιήσει τις παράλογες απαιτήσεις που έχουν απ’ αυτό οι γονείς του. Όμως η καθημερινή αυτή ώθηση των φιλόδοξων γονέων, δεν αφήνει στο παιδί χρόνο για ανάπαυση και για λίγο παιχνίδι. Αντίθετα, όλη την ημέρα παρακολουθεί μαθήματα και σειρά εξωσχολικών δραστηριοτήτων, που οι περισσότερες είναι άσκοπες. Το παιδί κοιμάται ελάχιστα, δεν παίζει καθόλου, αλλά είναι πρώτο στα μαθήματα, πρώτο στο πιάνο ή το σκάκι, πρώτο στο ποδόσφαιρο ή την κολύμβηση, πρώτο σε όλα ή τουλάχιστον προσπαθεί να είναι.
Στο παιδί αυτό κάθε επιτυχία των συμμαθητών του, διεγείρει στη ψυχή του φόβο και φθόνο. Μικρή δε τυχαία αποτυχία, το οδηγεί σε απογοήτευση και σε εκδηλώσεις αντικοινωνικές. Και οι μέχρι τότε έπαινοι από τους γονείς μετατρέπονται σε επίπληξη και προσβολή και ακούγεται η εξής υπενθύμιση στο παιδί, «δουλεύουμε 24 ώρες, ασταμάτητα, για να μη σου λείψει τίποτε και εσύ δεν μας έφερες τουλάχιστον καλούς βαθμούς» .
Οι γονείς, θαμπωμένοι από την υπέρ- καταναλωτική κοινωνία, είναι αυτοί που οδηγούν το παιδί τους να ενδιαφέρεται μόνο για τα τρία Κ, καριέρα – κέρδος- κατανάλωση, και το κάνουν να νομίζει ότι επιτυχία και ευτυχία είναι μόνο αυτά και του εμπνέουν ταυτόχρονα το φόβο για τη μοναξιά της αποτυχίας.
Το παιδί αργότερα, ανακαλύπτοντας το αδύνατο σημείο τους, χρησιμοποιεί το άλλοθι των σπουδών ως συμπληρωματικό επιχείρημα της οικονομικής εξάρτησης και του βολέματός του… και τείνει να μη θέλει να ενηλικιωθεί και να παραμένει μωρό διαρκείας, να καθυστερήσει δηλαδή σοβαρά την πραγματική, αυτάρκη και οικονομικά ανεξάρτητη είσοδό του στη ζωή.
Το παιδί αυτό που αρνείται να ενηλικιωθεί, προέρχεται κυρίως από οικογένεια υπερπροστατευτική, χαρακτηριστικό που μας θυμίζει την εργαζόμενη οικογένεια. Δύσκολα μπορεί να απομακρυνθεί από τον κλοιό του γονικού εγκλωβισμού. Η διάβρωση της ζωής του αρχίζει πολύ νωρίς.
Οι ίδιοι οι γονείς με το πρόσχημα της προστασίας από τους κινδύνους, το υπερπροστατεύουν, το υποκαθιστούν, το ιδιοποιούνται. Του αφαιρούν το καλύτερο κομμάτι του εαυτού του, ανακόπτοντας τις αυθόρμητες εκδηλώσεις του και εμποδίζοντάς το να σκεφτεί. Σκέφτονται αυτοί γι’ αυτό. Αποφασίζουν αυτοί γι’ αυτό. Χτίζουν το μέλλον του, χωρίς αυτό. Και το παιδί ασφυκτιά και πνίγεται…
Πολλές φορές το παιδί απέναντι σ’ αυτή την πραγματικότητα δοκιμάζει και πετυχαίνει να εκμεταλλευτεί τον εργαζόμενο γονέα που «θυσιάζεται» γι’ αυτό. Μπορεί ο μπαμπάς ή η μαμά να μην το αφήνει να ντύνεται μόνο του, ή να φάει μόνο του, αλλά θα ικανοποιήσει σίγουρα την μανία για κτήση. Και ύστερα από την πρώτη του νίκη, το παιδί επιζητά και τη δεύτερη. Και όσο πιο πολλά παραχωρεί ο γονέας, τόσο περισσότερα ζητά το παιδί. Άλλοτε με την τρυφεράδα, άλλοτε με τα κλάματα, μερικές φορές με τα παρακάλια, το παιδί ζητά. Ο γονέας αισθάνεται τύψεις, γιατί το αφήνει μόνο του για να μπορέσει αυτός να εργαστεί και υποχωρεί. Υποχωρεί και δεν βάζει σχεδόν ποτέ τέλος στις απαιτήσεις του μικρού. Συχνά στα σχολεία μας, συναντούμε γονείς που ομολογούν μπροστά στο δάσκαλο, ότι «χάλασαν το παιδί τους».
Για το μέλλον του τόπου αυτού δεν έχουμε την πολυτέλεια των διασπαρμένων οικογενειών. Γονείς που εργάζονται, παιδιά κουρασμένα από τις υποχρεώσεις τους, αλλά που όμως το ζεστό βραδινό φαγητό στο τραπέζι, η κουβεντούλα γύρω απ’ αυτό, τα αστεία, το μητρικό και πατρικό χάδι, το αυθόρμητο φιλί από το παιδί, ας μη λείψουν.Και να θυμόμαστε πάντα ότι ευτυχισμένα παιδικά χρόνια, διαρκούν μια ολόκληρη ζωή.
Παππά Άννα, Δασκάλα-Συγγραφέας