Επιστροφή στο σήμερα
– Μαμά, ενοχλώ;
– Ποτέ δε με ενοχλείς.
Τεντώθηκε στην καρέκλα της. Από το παράθυρο έμπαιναν τα κλαδιά της ιτιάς του κήπου. Φυσούσε. Η Νίνα ανακουφίστηκε. Δεν θα υπήρχαν κουνούπια σήμερα, δεν θα χρειαζόταν να ανάψει τις αντικουνουπικές δάδες και να σφαλίσει τις σήτες στα παράθυρα.
– Πως είναι, μαμά;
– Πως είναι τι;
– Πώς είναι να γράφεις βιβλία;
– Είναι βασανιστικό. Αλλά είναι και ωραίο. Σαν να φτιάχνεις με κόπο ένα γλυκό για να ταΐσεις πολλούς ανθρώπους.
– Ξέρεις, άρχισα και εγώ να γράφω κάτι. Μια ιστορία με πουλιά που υποτίθεται ότι πάσχουν από μια αρρώστια και πεθαίνουν. Και σιγά–σιγά, αυτή η αρρώστια εξαπλώνεται σ’άλλα πουλιά. Και μετά, η αρρώστια εξαπλώνεται και στους ανθρώπους, σαν να’ναι μια γρίπη. Οι άνθρωποι πεθαίνουν, τα πουλιά μεταναστεύουν και μεταφέρουν κι αλλού την αρρώστια κι έτσι η αρρώστια εξαπλώνεται σαν επιδημία…
– Πολύ ζοφερό σενάριο.
– Ναι, αλλά θα μπορούσε να συμβεί στα αλήθεια. Θα πάρω τηλέφωνο τον μπαμπά, να το συζητήσουμε. Είμαι σίγουρος πως θα μπορούσε να συμβεί στα αλήθεια.
Ο Άρης έτρεξε στο τηλέφωνο. Η Νίνα άκουσε τη φωνή του να λέει με λαχτάρα:
– Μπαμπά, άκου τι σκέφτηκα!
Η Νίνα ένιωσε πάλι να βουλιάζει σε εκείνη την πηχτή ενοχή. Πόσο καιρό είχε να δει ο Άρης τον πατέρα του; Σχεδόν ένα μήνα. Η απόσταση δεν επέτρεπε σε πατέρα και γιο συχνότερη επαφή. Βρισκόντουσαν μόνο τα καλοκαίρια, στις διακοπές των Χριστουγέννων και του Πάσχα. Η Νίνα έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό. Ξανά η ενοχή. Πέντε χρόνια. Είχαν περάσει ήδη πέντε χρόνια από το διαζύγιο. Μέσα της ξαναβίωσε εκείνο τον πόνο των πρώτων μηνών. Τους καυγάδες τους, τις διαφωνίες, τα δικαστήρια για την επιμέλεια του Άρη. Οι δικαστές της είχαν δώσει την επιμέλεια του παιδιού, αλλά ο Νίκος πρόσβαλε ξανά και ξανά τις αποφάσεις.
Στην τελευταία ακρόαση για την επιμέλεια ο Νίκος της είχε πει:
– Θα ‘ρθει η στιγμή που θα πάρω τον γιο μου πίσω. Στα δώδεκα θα αποφασίσει μόνος του με ποιον και πού θέλει να ζει. Το λέει ο Νόμος!
Μία μικρή νυχτερίδα μπήκε από το παράθυρο κι άρχισε να χτυπάει στους τοίχους του δωματίου, τυφλή και τρομαγμένη. Η Νίνα ένιωσε πάλι ένα δυσάρεστο συναίσθημα, σαν να διάβαζε έναν δεύτερο κακό οιωνό. Όχι, δε θα μετάνιωνε για την επιλογή της. Έπρεπε έτσι να γίνουν τα πράγματα. Ο Άρης ήταν ευτυχισμένος εδώ. Είχε φίλους κι έπαιζε μπάλα στην πλατεία με τα παιδιά του χωριού. Είχε οργανώσει ακόμη κι ένα μίνι μουσείο Φυσικής Ιστορίας με τους δασκάλους του στο κτίριο του Δημαρχείου. Ο Άρης, επιτέλους, είχε αποκτήσει την ανεμελιά ενός παιδιού. Ακόμη και το κορμί του είχε αλλάξει. Είχε γίνει γυμνασμένο και νευρώδες, ηλιοκαμένο, σχεδόν, ακτινοβολούσε από υγεία! Άραγε ο Νίκος παραδεχόταν το πόσο σοφή ήταν η επιλογή της;
Η Νίνα θα’θελε να μπορούσε να του τηλεφωνήσει και να του πει πως ο Άρης συνέχιζε να’ναι το ξεχωριστό παιδί που ήταν πάντοτε. Με τα ίδια ξεχωριστά ενδιαφέροντα, με τον ίδιο ζήλο στη μάθηση, με την ίδια δίψα για κάθε είδους γνώση. Όταν συναντιόντουσαν, πατέρας και γιος, τι να σκεφτόταν ο Νίκος; Διέκρινε άραγε πάνω στο παιδί τους τις θετικές αλλαγές ή τον δηλητηρίαζε η πικρία του; Δεν μπορεί… Θα έβλεπε το πόσο καλό είχε κάνει στο παιδί η επαρχία. Ξανά η ενοχή: Το διαζύγιο; Πόσο είχε βλάψει το παιδί της το δικό τους διαζύγιο;
Ενδεχομένως να μην το μάθαινε ποτέ. Όπως ποτέ δε θα μάθαινε πόσο πολύ έλειπε στο γιο της ο πατέρας του. Ξαφνικά η Νίνα ένιωσε αβάσταχτο το βάρος των καταστάσεων. Πόσο περίπλοκα ήταν όλα… Κούνησε το κεφάλι της για να ξεκαθαρίσει τις σκέψεις της. Όχι. Είχε πράξει σωστά.
Ή ακόμη και αν δεν είχε πράξει σωστά, έπρεπε να πείσει τον εαυτό της πως είχε πράξει σωστά.
Ο Νίκος με τις εμμονές του και μαζί η ζωή στην Αθήνα θα είχαν καταστρέψει τον γιο τους. Μάνα ήταν. Το ένστικτό της δεν μπορεί παρά να ήταν σωστό. Απροσδόκητα θυμήθηκε μια φράση του Νίκου. Είχε ειπωθεί πάνω σε καυγά. Της είχε πει:
– Θα πάρεις ένα παιδί χρυσάφι και θα το μετατρέψεις σε κάρβουνο. Θα τον απομονώσεις στα κατσάβραχα, μακριά κι απ’τους γιατρούς που θα μπορούσαν να τον στηρίξουν στο να διαχειριστεί την ιδιαιτερότητά του.
Μήπως είχε βλάψει το παιδί με τις επιλογές της; Μήπως είχε βλάψει το γάμο της με τις επιλογές της; Μήπως βαυκαλιζόταν χρόνια με την πεποίθηση πως ό,τι έκανε το έκανε προς όφελος του παιδιού, ενώ στην πραγματικότητα εξυπηρετούσε δικές της ανάγκες; Ή δικές της ανεπάρκειες; Μήπως μετέτρεπε το «χρυσαφένιο» αγόρι της σε άνθρακα;
Άρχισε να αναπνέει βαριά. Κατέβηκε στην κουζίνα. Η Ρένα έβραζε ντομάτες για να τις κάνει ντοματοπολτό κι ο Άρης κολλούσε ετικέτες στα άδεια βαζάκια. Έγραφε με καλλιγραφικά γράμματα: «Χυμός Ντομάτας». Η εικόνα του την τάραξε. Τον φαντάστηκε να κολλάει ες αεί ετικέτες στα βάζα του ντοματοχυμού, ξανά και ξανά, για μέρες, χρόνια, αιώνες…
Η Νίνα ξερόβηξε για να καθαρίσει τις λέξεις της:
– Θέλω εδώ και καιρό να σε ρωτήσω. Σ’ αρέσει εδώ;
– Τι ερώτηση είναι αυτή; Με ρωτάς αν μ’ αρέσει το σπίτι μου;
– Σε ρωτάω αν σ’ αρέσει που ζούμε εδώ.
– Ωραία είναι. Υποφερτά… Με τα διαλείμματα των διακοπών στον μπαμπά, δεν προλαβαίνω να βαρεθώ.
– Δηλαδή, βαριέσαι εδώ;
– Δεν απαντώ! Θα παρεξηγηθείς.
– Ε, όχι και να παρεξηγηθώ! Έλα, πες… Πες μου την αλήθεια…
– Δεν θέλω να κρεμάσεις μούτρα.
– Σιγά που θα κρεμάσω μούτρα! Άρχισε να γελάει για να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα.
– Ε, λοιπόν, ναι, βαριέμαι, της είπε σοβαρά. Εδώ που τα λέμε δε ζούμε και στη Νέα Υόρκη…
– Θα ήθελες να ζεις στην Νέα Υόρκη;!
– Όχι τώρα… Αλλά στο μέλλον… Θα’θελα να ζω από λίγο και παντού, είπε ονειροπόλα το αγόρι. “Υπάρχουν τόσα για να δεις στον κόσμο…” Μετά έπνιξε ένα χασμουρητό. “Νυστάζω, μαμά. Συνεχίζουμε αύριο τη συζήτηση.” Της έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο κι έφυγε για το υπνοδωμάτιο.
Έμεινε μόνη.
Άπλωσε τις παλάμες της στους ώμους της, σαν να έπαιρνε αγκαλιά τον εαυτό της. Μετά έβγαλε το κινητό της από την τσέπη. Σχημάτισε τον αριθμό που θυμόταν απέξω.
– Νίκο, δεν χρειάζονται δικαστήρια. Το παιδί πρέπει να είναι εκεί, μαζί σου. Θα σε πάρω αύριο για να συζητήσουμε τις λεπτομέρειες, είπε με μια ανάσα.
Έκλεισε το τηλέφωνο.
Μετά, έκλαψε σιγανά για ώρα.
Επιστημονική Επιμέλεια: Νένη Περβανίδου Επικ. Καθηγήτρια Αναπτυξιακής & Συμπεριφορικής Παιδιατρικής Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Φώτο: Pinterest