Παράδειγμα προβλήματος ασφάλειας με άσκηση ελέγχου
Ο πατέρας της είπε στην Άμπερ να μην παίζει ποτέ δίπλα στο ποταμάκι που περνά από την αυλή τους, χωρίς την παρουσία των γονιών της. Δύο εβδομάδες αργότερα, η τρίχρονη Άμπερ σκέφτηκε να πλησιάσει λίγο στο νερό και να πετάξει μέσα μια πέτρα. Καθώς την πετούσε, ξαφνιάστηκε που η μητέρα της φώναξε, «Μη, Άμπερ! Φύγε από εκεί αμέσως!» Η Άμπερ απομακρύνθηκε τρομαγμένη και ντροπιασμένη. Η μητέρα της συνέχισε να την μαλώνει και να την απειλεί με τιμωρία την επόμενη φορά.
Πιθανότατα η Άμπερ δεν θα ξαναπάει στο ποταμάκι μόνη της, όχι όμως επειδή καταλαβαίνει. Όχι επειδή εμπιστεύεται τους γονείς της, ούτε επειδή εμπιστεύεται τον εαυτό της και δεν θέλει αν διακινδυνεύει. Αποφεύγει το ποταμάκι επειδή φοβάται την αποδοκιμασία των γονιών της και την τιμωρία. Αν μια μέρα γίνει έξαλλη και θελήσει να εκδικηθεί, μπορεί να ρισκάρει να «τιμωρήσει» τους γονείς της πηγαίνοντας στο ποταμάκι. Ή κάνοντας κάποιο άλλο «απαγορευμένο» βήμα. ‘Η, όταν δεν θέλει την επιδοκιμασία τους, αλλά επιθυμεί περισσότερο την εμπειρία της αυτονομίας, μπορεί να ικανοποιήσει αυτή την επιθυμία κάνοντας οτιδήποτε «απαγορευμένο».
Είτε έτσι είτε αλλιώς, το πιθανότερο είναι ότι θα έχει πολλές άλλες καταπιεστικές εμπειρίες από τους γονείς της, καθώς και πολύ θυμό που θα εκφράζει με ξεσπάσματα, επιθετικότητα ή αυτοκαταστροφικές διαθέσεις. Το παιδί θα θέλει να’ναι ασφαλές και να φροντίζει τον εαυτό του, όταν του παρέχονται πληροφορίες και νιώθει σιγουριά. Νιώθει ασφαλές όταν οι γονείς του δεν τον επιβάλλουν κανόνες, αλλά είναι οι στοργικοί του σύμμαχοι.
Παράδειγμα προβλήματος ασφάλειας με εμπιστοσύνη και ανθρώπινη επικοινωνία
Ο πατέρας του Τζούλιαν τον ρώτησε αν ήθελε να παίξει δίπλα στο ποταμάκι που διέσχιζε την αυλή του καινούριου τους σπιτιού κι εκείνος δέχτηκε. Πήγαν μαζί ως εκεί και ο πατέρας εξήγησε στον τρίχρονο Τζούλιαν τους κινδύνους του νερού. Ο πατέρας τού έδειξε πετώντας φύλλα και πέτρες μέσα στο ποταμάκι και εξήγησε ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν ν’αναπνεύσουν όταν πέσουν στο νερό. Μετά, έβαλαν τα πόδια τους μέσα κι ένιωσαν την ταχύτητα του ρεύματος. Αφού έπαιξαν και διασκέδασαν αρκετά, ο πατέρας είπε στον Τζούλιαν να ζητάει πάντα απ’αυτόν ή τη μητέρα του να πηγαίνουν μαζί του όποτε ήθελε να παίξει στο ποταμάκι.
Την άλλη μέρα, ο Τζούλιαν ζήτησε απ’τη μητέρα του να πάει μαζί του στο ποταμάκι.
«Δεν μπορώ αυτήν τη στιγμή», είπε η μαμά του. «Μόλις, όμως, τελειώσω το τηλεφώνημα, θα σε πάω». Είκοσι λεπτά αργότερα, μάνα και γιος πήγαν στο ποταμάκι. Ύστερα από μια περίοδο σχεδόν καθημερινών παιχνιδιών στο ποτάμι, ο Τζούλιαν έχασε τ’αρχικό του ενδιαφέρον και πήγαινε σπανίως με τη μητέρα ή τον πατέρα του να παίξει εκεί. Δεν πήγε ποτέ μόνος του, επειδή εμπιστευόταν τους γονείς του και τη λογική του, την οποία απέκτησε με την παρουσία τους.
Όπως βλέπετε στο δεύτερο παράδειγμα, σε μια σχέση εμπιστοσύνης, ο Τζούλιαν δεν έχει λόγο να νιώθει ανήμπορος αφού δεν ελέγχεται. Ούτε του δημιουργείται η επιθυμία να αψηφήσει τους γονείς του. Τα επόμενα χρόνια, θα συνεχίσει να χρησιμοποιεί τις πληροφορίες των γονιών του σε όλους τους τομείς της ζωής. Με ελάχιστη επιθυμία να παραβιάσει συμφωνίες ή να κάνει οτιδήποτε επικίνδυνο ή απερίσκεπτο.
Όποτε είναι δυνατόν, δώστε στο παιδί πληροφορίες και αποφεύγετε να το οδηγείτε σε καταστάσεις που δυσκολεύεται πολύ να κατανοήσει και να κάνει ακίνδυνες επιλογές. Εξασφαλίζοντας στο παιδί ένα ασφαλές φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, του δίνετε τη δυνατότητα να επιλέγει ασφαλείς και προσεκτικές πράξεις.