Οι υπερπροστατευτικοί γονείς είναι εκείνοι που τρέχουν πίσω από το παιδί τους και του βάζουν χίλιες δυο απαγορεύσεις και κανόνες για να το προστατέψουν, να το προφυλάξουν, να σιγουρευτούν ότι δε θα πάθει κάτι κακό.
Γιατί όμως ένας γονιός αποφασίζει να υιοθετήσει τέτοια ακραία συμπεριφορά; Οι λόγοι είναι ποικίλοι. Πολλές φορές ο ίδιος ο γονιός κινείται από ένα αίσθημα δικής του ανασφάλειας κι έλλειψης αυτοπεποίθησης σχετικά με το πόσο καλός είναι στο γονεϊκό ρόλο.
Προκειμένου να αισθάνεται ότι τα κάνει όλα σωστά, καταφεύγει στην υπερβολή. Άλλες φορές ο ίδιος ο γονιός αισθάνεται ότι στη δική του παιδική ηλικία δεν είχε αρκετή φροντίδα από τους γονείς του και προσπαθεί να δώσει στο παιδί του αυτό που έλειψε από τον ίδιο, χάνοντας όμως το μέτρο και πάλι καταφεύγοντας στην υπερβολή.
Αλλά και ο γονιός τον οποίο υπερπροστάτευαν οι γονείς του όταν ήταν παιδί έχει μάθει σε αυτό το στυλ ανατροφής και φροντίδας και δε γνωρίζει άλλον τρόπο για να ασκήσει τα γονεϊκά του καθήκοντα. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις ο γονιός κινείται από τα προσωπικά του βιώματα σε συνδυασμό με έλλειψη σωστής πληροφόρησης για την ανατροφή και φροντίδα του παιδιού. Ας ρίξουμε όμως μια πιο κοντινή ματιά στους λόγους της υπερπροστασίας.
Οι γονείς γίνονται υπερπροστατευτικοί για διάφορους λόγους, όπως:
1. Θέλουν να έχουν τον έλεγχο της κατάστασης: θέλουν να ελέγχουν πώς και πόσο διαβάζουν τα παιδιά τους, τι αθλήματα ή άλλες δραστηριότητες θα κάνουν, με ποιους φίλους θα παίξουν, τι είδους παιχνίδια και για πόση ώρα, κλπ.
2. Θέλουν περισσότερο, γρηγορότερα, καλύτερα: θέλουν το παιδί τους να διακριθεί, να είναι το καλύτερο, να μη δυσκολευτεί, να μη δείξει κάποια αδυναμία, οπότε αντί να αφήσουν το παιδί να εξελιχθεί με το δικό του ρυθμό, παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους.
3. Φοβούνται την αποτυχία: δε θέλουν να αποτύχει το παιδί τους, δε θέλουν να κάνει κανένα απολύτως λάθος, δε δέχονται ότι είναι εντελώς φυσιολογικό για τα παιδιά να κάνουν λάθη ώστε να μαθαίνουν.
4. Πιστεύουν ότι καθήκον τους είναι να προστατέψουν το παιδί τους από κάθε κακοτοπιά: σπεύδουν να το ‘σώσουν’, να αναλάβουν οι ίδιοι, να διορθώσουν τα λάθη του, να εξαφανίσουν τις συνέπειες των πράξεων του.
5. Θέλουν να ζήσουν μέσα από το παιδί τους: θέλουν να πάρουν επιδοκιμασία από τους δασκάλους και τους άλλους γονείς για το πόσο καλοί είναι οι ίδιοι. Αισθάνονται σημαντικοί όταν το παιδί τους πετυχαίνει και διακρίνεται, θεωρώντας ότι αυτό αντανακλά στους ίδιους και δείχνει ότι οι ίδιοι είναι οι καλύτεροι γονείς.
6. Θεωρούν ότι έχουν προβάδισμα σε σχέση με τους άλλους: μονίμως συγκρίνουν το παιδί τους με άλλα παιδιά, συγκρίνουν πώς φέρονται συμμαθητές και δάσκαλοι στο δικό τους παιδί σε σχέση με τα άλλα, βλέπουν τη ζωή του παιδιού τους ανταγωνιστικά και θεωρούν ότι το δικό τους παιδί αξίζει τα πάντα, ενώ τα άλλα παιδιά αξίζουν κάτι λιγότερο.
7. Θέλουν να κρατήσουν το παιδί τους για πάντα παιδί και εξαρτημένο από τους ίδιους. Πρόκειται για γονείς που φοβούνται ότι όταν το παιδί τους ανεξαρτητοποιηθεί δε θα τους έχει πια ανάγκη, θα τους παραγκωνίσει και έτσι δε θα έχουν ρόλο στη ζωή του και λόγο ύπαρξης. Πρόκειται για τους γονείς που ζουν μέσα από το παιδί τους, επομένως θέλουν να διατηρήσουν το κύρος, την ισχύ τους και το να τους έχει το παιδί ανάγκη.
Όταν η φροντίδα γίνεται υπερβολή
Κι ενώ η έγνοια και η φροντίδα μπορεί καταρχήν ν’ ακούγονται ως θετικά στοιχεία, στην υπερβολική τους μορφή μπορεί ν’ αποβούν αρνητικά για την ψυχική και σωματική εξέλιξη του παιδιού.
Όταν ο υπεπροστατευτικός γονιός δεν αφήνει το παιδί του να παίξει στην παιδική χαρά από φόβο μήπως πέσει και χτυπήσει, του στερεί πολύ περισσότερα πράγματα απ’ ότι θα του στερούσε ένα χτύπημα, μια μελανιά ή, στη χειρότερη περίπτωση, ένα σπασμένο χέρι ή πόδι: ο γονιός στερεί από το παιδί του την ευκαιρία να αναπτύξει φυσικές δεξιότητες (τρέξιμο, σκαρφάλωμα, πώς να κάνει κούνια) αλλά και πώς ν’ αναπτύξει κοινωνικές δεξιότητες και να συναναστρέφεται με τους συνομήλικους, μια που στις μικρές ηλικίες συνδέονται και συχνά αναπτύσσονται παράλληλα. Έτσι, το παιδάκι που κάθεται παράμερα στην παιδική χαρά και βλέπει τα άλλα παιδιά να παίζουν χωρίς αυτό να συμμετέχει, μοιραία είναι αποκλεισμένο από αυτόν τον κοινωνικό κύκλο αφού του λείπει η ικανότητα και το ενδιαφέρον που συνδέει τα υπόλοιπα παιδιά. Αργότερα στη ζωή του, λόγω έλλειψης ικανοτήτων, αυτό το παιδί είναι πολύ πιθανό ν’ αποφεύγει τις αθλητικές δραστηριότητες.
Η μαμά που παρακολουθεί την κόρη της σε κάποιο άθλημα και βλέπει ότι έχει δυσκολία ή φοβάται ότι είναι επικίνδυνο κι επεμβαίνει στα καθήκοντα του γυμναστή για να του υποδείξει τη δουλειά του, όχι μόνο δε σέβεται τον επαγγελματία και την κατάρτισή του, αλλά κάνει κακό και στην κόρη της: της μαθαίνει ότι στα δύσκολα θα μπορεί πάντα να ξεγλυστρίσει και να ξεφύγει, αρκεί ο γονιός να έρθει να τη «σώσει» από τη δύσκολη κατάσταση.
Πέρα όμως από την υπερπροστασία στον τομέα της φυσικής και σωματικής κατάστασης, οι γονείς μπορεί να είναι ιδιαίτερα προστατευτικοί και σχετικά με τον συναισθηματικό κόσμο του παιδιού. Ο γονιός που αλλάζει γυμναστήριο, σχολή χορού ή φροντιστήριο στο παιδί του επειδή δεν αρίστευσε ή δεν πήρε βραβείο, το κάνει για να μην πληγώσει τα αισθήματα του παιδιού του. Κι ενώ εκείνη την ώρα υπάρχει η πιθανότητα όντως να μην πληγώσει τα αισθήματά του (ούτε αυτό όμως είναι σίγουρο, γιατί τα παιδιά γνωρίζουν πολύ καλά τι συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις και νιώθουν άσχημα), στη συνέχεια είναι σίγουρο ότι θα υπάρξουν ευκαιρίες για να πληγωθεί το παιδί και ο γονιός δεν θα μπορεί να κάνει τίποτα.
Τι συμβαίνει με την υπερπροστασία λοιπόν;
Ενώ βραχυπρόθεσμα μπορεί να είναι μια ασπίδα προστασίας για το παιδί, μακροπρόθεσμα του στερεί την ευκαιρία να μάθει να χειρίζεται δύσκολες καταστάσεις και αυτή η ανικανότητα θα το ακολουθεί σε όλη του τη ζωή.
Για παράδειγμα, σε μια σχολική τάξη ένα παιδάκι κάλεσε όλους τους συμμαθητές του στο πάρτυ γεννεθλίων του εκτός από δύο παιδάκια. Πέρα από το ότι ο χειρισμός αυτής της μαμάς ήταν λανθασμένος, ας δούμε τι έκαναν οι μητέρες των παιδιών που δεν πήραν πρόσκληση. Οι ενέργειές τους ήταν διαμετρικά αντίθετες: η μία μαμά τηλεφώνησε στη μητέρα του παιδιού που έκανε το πάρτυ και με παρακάλια και φωνές εξασφάλισε με το ζόρι και με μούτρα πρόσκληση για το παιδί της (όμως το παιδί της είχε ήδη βιώσει την απόρριψη του να μην προσκληθεί στο πάρτυ).
Η άλλη μαμά επέλεξε διαφορετικό δρόμο: το συζήτησε με το παιδί της, του εξήγησε ότι η ζωή δεν είναι πάντα δίκαιη, ότι δεν ήταν δικό του το λάθος που δεν προσκλήθηκε, του μίλησε για την αγένεια και τους κανόνες κοινωνικής ευγένειας, το παρηγόρησε, και το βοήθησε να βρει να κάνει κάτι άλλο όμορφο την ώρα του πάρτυ. Ο χειρισμός της δεύτερης μητέρας είναι ο σωστός:διδάσκει στο παιδί της ένα μάθημα ζωής και ταυτόχρονα, μέσα σε ένα πλαίσιο αγάπης και κατανόησης του δείχνει πώς να μάθει να στέκεται στα πόδια του και να χειρίζεται δύσκολες καταστάσεις.