Με τίτλο “Η Βίκυ Δεν Θα Σπουδάσει”, ο Χρήστος Χωμενίδης έγραψε ένα πολύ ενδιαφέορν άρθρο στο Capital.gr για την εκπαίδευση στην Ελλάδα, την κατάσταση που επικρατεί στα σχολεία, τον ρόλο των καθηγητών αλλά και της πολιτείας.
“…Στην τουαλέτα του σχολείου δεν μπορεί να πάει ένας μαθητής σε ώρα διαλείμματος γιατί βγάζουν τικ-τοκ. Ή σε βιντεοσκοπούν από πάνω από το τειχάκι...”
Αυτά μού έλεγε προχθές μια φίλη που ο γιος της φοιτά σε δημόσιο γυμνάσιο στο κέντρο της Αθήνας. Μού είχε πέσει το σαγόνι.
Τι θα έπρεπε να κάνει ο υπουργός Παιδείας, εφόσον λάμβανε γνώση της παραπάνω παρανοϊκής κατάστασης; Να απαγορέψει τα κινητά. Δια ροπάλου. Εάν ο οποιοσδήποτε μαθητής έφερνε, άντε άνοιγε, το κινητό του στο σχολείο -έστω και εκτός τάξης- εκείνος μεν να υφίστατο βαριά πειθαρχική ποινή, η συσκευή δε να κατήσχετο οριστικά και αμετάκλητα. Να ένοιωθε στο πετσί του τόσο το παιδί όσο και οι γονείς του την επιβολή της πολιτείας προς όφελος της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Αμ δε! Ας υποθέσουμε ότι ο Κυριάκος Πιερρακάκης υπέγραφε ένα τέτοιο μέτρο. Και εννοούσε να εφαρμοστεί. Πολλοί θα τον συνέχαιραν για την τόλμη του. Από την αρχή ωστόσο, οι ίδιοι οι δάσκαλοι και οι καθηγητές θα αντιδρούσαν. Ίσως όχι ανοιχτά. Ίσως να μην τον κατήγγελλαν πως θέλει να επιβάλει στα σχολεία στρατιωτικό νόμο, ότι δεν διαθέτει ενσυναίσθηση, ευαισθησία απέναντι στα παιδιά και στους εφήβους που είναι από τη φύση τους ανέμελοι, ζαβολιάρηδες, χαριτωμένα παραβατικοί… Θα αντιδρούσαν μουλωχτά. Θα αγνοούσαν στην πράξη την υπουργική απόφαση. Θα έκαναν τα στραβά μάτια. Άντε τις πρώτες μέρες να κρατούσαν τα προσχήματα, να κλείδωναν δυό-τρία κινητά στο ντουλάπι. Πριν αλέκτωρ φωνήσαι, θα τα επέστρεφαν στους ιδιοκτήτες τους, κάνοντας τους βεβαίως-βεβαίως αυστηρή σύσταση –”μην τολμήσεις να ξανακουβαλήσεις το μαραφέτι εδώ, μαύρος Πιερρακάκης που σε έφαγε!” Κι έτσι το μέτρο θα έπεφτε σε αχρησία όπως αναρίθμητοι νόμοι και διατάξεις στην Ελλάδα…
Γιατί; Διότι πάρα πολλοί από τους διδάσκοντες δεν είναι διατεθειμένοι να συγκρουστούν. Όχι με τα παιδιά, με τους γονείς. Να αντιμετωπίσουν μαμάδες στα πρόθυρα της νευρικής κρίσης. Μπαμπάδες έτοιμους να τσαμπουκαλευτούν. Δικαιολογεί ο μισθός τους τέτοια ψυχική φθορά; Κάλλιο να βάζουν στα παιδιά άριστους -συμπαθητικούς στη χειρότερη- βαθμούς. Κάλλιο να λένε στους γονείς γλυκά λόγια, “το Μαράκι μας είναι μάλαμα… αφαιρείται απλώς κάπου-κάπου… ο Τάκης, καταλαβαίνετε, περνάει κάπως δύσκολη εφηβεία…”, παρά να γίνονται οι κακοί της υπόθεσης. Κανείς, στο κάτω-κάτω, δεν απειλεί να κρίνει επί της ουσίας το εκπαιδευτικό τους έργο. Να τους αξιολογήσει στα σοβαρά. Εφόσον θέλει να επενδύσει μια οικογένεια στη μόρφωση, υπάρχουν τα φροντιστήρια. Για τους πιο εύπορους τα ιδιαίτερα. Ειδάλλως, όπως το λέει ο τραγουδοποιός Κώστας Λειβαδάς σε ένα σπαρακτικό τραγούδι του, “Η Βίκυ δεν θα Σπουδάσει”.
(Για να μην κατηγορηθώ πως τσουβαλιάζω, γράφω και υπογραμμίζω ότι συναντάς και ευσυνείδητους, φωτισμένους, χαρισματικούς δασκάλους σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες. Η αφοσίωσή τους στον σκοπό, ακόμα και υπό συνθήκες εξαιρετικά αντίξοες, τους καθιστά συν τοις άλλοις ηρωικούς.)
Ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα του διεθνούς μαθητικού διαγωνισμού PISA. Χύθηκαν δάκρυα, κροκοδείλια έστω. Η Ελλάδα κατετάγη τεσσαρακοστή τέταρτη ανάμεσα σε ογδόντα μία χώρες. Τα δεκαπεντάχρονα Ελληνάκια έγραψαν χαμηλότερα από τον μέσο όρο και στα μαθηματικά και στην κατανόηση κειμένου και στις φυσικές επιστήμες. Οι επιδόσεις μας έχουν πάρει την κατιούσα – το 2010 βρισκόμασταν σε εντυπωσιακά καλύτερη θέση. “Χάνονται”, λένε, “τα τρίτα τέταρτα της μάθησης ενός σχολικού έτους”. Τις πταίει;
Δεν χρειάζεται, νομίζω, να είναι κανείς συνωμοσιολόγος για να συναρτήσει την εικόνα της μέσης εκπαίδευσης με τη ρότα που έχουμε πάρει γενικά. Με τη σκληρή ταξική στροφή.
Διαμορφώνεται -το έχω ξαναγράψει- μια κοινωνία δύο ταχυτήτων. Δύο κόσμων.
Οι “πάνω”, οι οικονομικά προνομιούχοι, θα έχουν ουσιαστική πρόσβαση στην παιδεία – εγκύκλια και ευρύτερη. Θα φοιτούν σε καλά πανεπιστήμια, θα ασκούν ακριβοπληρωμένα επαγγέλματα, θα απολαμβάνουν το “ευ ζην” τους διαβάζοντας βιβλία, θεατριζόμενοι, ταξιδεύοντας, παραθερίζοντας σε ειδυλλιακούς προορισμούς.
Οι “κάτω” θα την κουτσοβγάζουν κολλημένοι σε οθόνες, καταναλώνοντας σκυλοκαβγάδες στην τηλεόραση, κουτσομπολιά και μαζικές υστερίες στο διαδίκτυο. Λόγω ανεπαρκούς ειδίκευσης, θα ασκούν διεκπεραιωτικά επαγγέλματα. Οι θέσεις εργασίας θα φθίνουν εξαιτίας της τεχνολογικής επανάστασης, της επέλασης της τεχνητής νοημοσύνης. Το κράτος θα τους ενισχύει με επιδόματα για να μην εξεγερθούν. Για να βρίζουν απλώς από τους καναπέδες τους, για να παπαγαλίζουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τις παρόλες του κάθε δημαγωγού, απατεώνα ή διαταραγμένου. Προσχηματικά και μόνο θα εξοργίζονται για το επίπεδο των σχολείων. Τα παιδιά τους θα είναι, έτσι κι αλλιώς, εξ απαλών ονύχων εθισμένα στο ίνσταγκραμ, στο τικ-τοκ και σε όποια άλλη εφαρμογή προκύψει.
Θέλετε απόδειξη για τα παραπάνω; Η υπεροχή των μαθητών που προέρχονταν από ευνοϊκό κοινωνικο-οικονομικο-πολιτισμικό περιβάλλον ήταν στον διαγωνισμό PISA 76 μονάδες.
Ανέκαθεν υπήρχαν, θα μού πείτε, πλούσιοι και φτωχοί. Γόνοι της άρχουσας τάξης και παρίες. Υπήρχε εντούτοις η ευλογημένη κοινωνική κινητικότητα. Ένα προικισμένο παιδί, ακόμα και αν ξεκινούσε από το μηδέν, συχνά έβρισκε τον δρόμο του. Πρόκοβε. Χαρακτηριστικά τα παραδείγματα δύο εκ των σημαντικότερων ηγετών του ελληνικού 20ου αιώνα, του Γεωργίου Παπανδρέου και του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Αμφότεροι προέρχονταν από οικονομικά καχεκτικές οικογένειες της επαρχίας. Για να μη μιλήσουμε για επιστήμονες, καλλιτέχνες και αυτοδημιούργητους επιχειρηματίες.
Οι δίαυλοι της κοινωνικής κινητικότητας έχουν πλέον στενέψει αφόρητα. Στενεύουν ολοένα. Σε ολόκληρο το δυτικό ημισφαίριο. Στις ΗΠΑ τα καλά πανεπιστήμια έχουν τόσο ακριβύνει, ώστε έχουν γίνει απρόσιτα για τη μεσαία τάξη.
Δεν είναι ιστορικά πρωτοφανές οι ελίτ να καταντάνε κληρονομικές. Περίκλειστες. Αυτοτροφοδοτούμενες. Συμβαίνει σε κοινωνίες που τρώνε τις σάρκες τους. Βαδίζοντας προς την οριστική τους παρακμή. Όπως μάλλον συμβαίνει με τη Δύση στις μέρες μας.