Για τη μητέρα της
Η μάνα μου ανήκε σε εκείνα τα άτομα που περνούν από την άκρη της ζωής, ταπεινά και αθόρυβα, όμως με έχουν χαράξει κάποια λόγια απίστευτης ομορφιάς και εμβρίθειας, που σχεδόν στα καλά καθούμενα ξεστόμιζε, συνήθως μονολογώντας. Ή στα γράμματα που μου έγραφε, γυναίκα της Δ’ Δημοτικού κατά τα άλλα. Εκεί που μιλούσε για τον καιρό, για το ποιος πέθανε, ποιος γεννήθηκε, μπορούσε ξαφνικά, μέσα σε δυο αράδες, να πει κάτι που με έκανε να χάνομαι, να ψάχνομαι. Μια μέρα την άκουσα να μονολογεί κοιτώντας απ’ το παράθυρο: «Τα χρόνια περνούν, οι ώρες δεν περνούν». Έμεινα άναυδη, θα το ζήλευε νομίζω και ο Χάιντεγκερ, θα το ήθελε για μότο στο Είναι και ο Χρόνος.
Και άλλα τέτοια έλεγε, ουκ ολίγα, που πιστεύω πως μαρτυρούν μια σκέψη ιδιαίτερη, πέραν της όποιας επίκτητης μόρφωσης, και τα έχω περάσει λίγο-πολύ στα βιβλία μου, φυσικά και σ’ αυτό με τα όνειρα. Να προσθέσω ακόμη πως διέθετε μεγάλη φαντασία, πολύ μεγάλη. Καμιά φορά ξεκινούσε να λέει κάτι ιστορίες που δεν ήξερες αν γίνανε ποτέ ή ήταν του μυαλού της. Υποτίθεται πως γύρευε ένα αυτί να την ακούει, αλλά και μόνη με τον εαυτό της τα ‘βγαζε πέρα μια χαρά. Γι’ αυτό κάτι στιγμές σκέφτομαι πως αν αυτή η γυναίκα ζούσε υπό άλλες συνθήκες, ίσως να ήταν και μια Βιρτζίνια Γουλφ του καιρού της.
Η Ζυράννα παιδί
Οικογένεια
Τα [παιδικά μου χρόνια τα] πέρασα κάτω από ένα μεγάλο βουνό – στα μάτια μου τότε πολύ μεγάλο, το δικό μου “Μαγικό Βουνό” -, σε μια επαρχία καμιά πενηνταριά χιλιόμετρα έξω από τη Θεσσαλονίκη, βορειοανατολικά, με το όνομα Σοχός. Οικοκυρά η μάνα μου, έμπορος ο πατέρας μου. Το τοπίο ήταν αγροτικό, γενναιόδωρο, θυμάμαι στις ίδιες αναλογίες ανθρώπους και ζώα, σπίτια και χωράφια, πολλές καστανιές, πολλές καρυδιές, πολλά καπνοχώραφα, πολλές μπόρες, πολλές ξέρες. Αλλά και πολλές κινηματογραφικές ιστορίες, στην κυριολεξία, αφού ο πατέρας μου είχε σινεμά στην αγορά, από το 1952 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Μπορώ δηλαδή να πω άφοβα ότι τα παιδικά μου χρόνια μοιράστηκαν εξίσου ανάμεσα στον καθαρό αέρα του βουνού και σε εκείνη τη σκοτεινή “θαυματουργή” αίθουσα όπου παρακολουθούσα με κατάνυξη όλα τα έργα της εποχής. Όσα μας φέρνανε τουλάχιστον.
Λίγο-πολύ όλη η οικογένεια δουλεύαμε στο σινεμά. Η μάνα μου αλάτιζε κι έψηνε τα σπόρια στο σπίτι, η μια αδελφή μου ήταν στο ταμείο, η άλλη εκτελούσε χρέη ταξιθέτριας, ο αδελφός μου βοηθούσε τον μηχανικό και πουλούσε τα σπόρια και τις λεμονάδες στα διαλείμματα κι εγώ βοηθούσα τον αδελφό μου. Το παρατσούκλι μου εκείνο τον καιρό ήταν “σινεματζού”. Για παρατσούκλι μάλλον τιμητικό.
Στο σπίτι
Στο σπίτι ήμουν η μικρότερη, το στερνοπαίδι, κι αυτό μου έδινε κάποια προνόμια, υποτίθεται, ή με απάλλασσε από κάποιες υποχρεώσεις – όπως το να μη με παίρνουν στα χωράφια, να μην κάνω βαριές δουλειές – που εγώ όμως τότε το θεωρούσα ότι μάλλον δεν με υπολογίζουν. Σηκώνονταν, φέρ’ ειπείν, εκείνοι στις τρεις τη νύχτα να πάνε να μαζέψουν τα καπνά κι εγώ σηκωνόμουν από τις δύο και περίμενα σε μιαν άκρη στην αυλή, με καρδιοχτύπι, μπας και με πάρουν “κατά λάθος” μαζί τους. Συνήθως με ξαπόστελναν πάλι μέσα, μου λέγανε να τ’ αφήσω αυτά, αλλά καμιά φορά μού κάναν το χατίρι και με παίρνανε.
Θυμάμαι εκείνες τις οδοιπορίες μες στη νύχτα, στο πρώτο πρώτο χάραμα, σαν κάτι συναρπαστικό, κάτι που μου έδινε αξία, με “γέμιζε”, αν και για κείνους ήταν εξόντωμα να το κάνουν αυτό κάθε πρωί όλο το καλοκαίρι για χρόνια ολόκληρα. Περπατούσαν και σκουντουφλούσαν από τη νύστα, ενώ εγώ εκστασιαζόμουν με τις κραυγές της κουκουβάγιας ή με το πώς στεκόταν στα δυο πισινά της πόδια η νυφίτσα. Ο καθένας με τον πόνο του. Όταν μεγάλωσα λίγο βέβαια άρχισα να σκουντουφλώ κι εγώ πότε πότε.
Στο σχολείο
* [Στο σχολείο], νομίζω πως δεν μου ήταν δύσκολο να ξεχωρίσω. Όχι επειδή ήμουν καμιά πεντάμορφη ή πανέξυπνη, μα επειδή… τι να πω; ήμουν μάλλον αφηρημένη και δεν με απασχολούσε – απ’ όσο μπορώ να ξέρω – ούτε το να ξεχωρίσω ούτε το να μην ξεχωρίσω. Τύχαινε να είμαι καλή σε κάποια πράγματα, π.χ. στις εκθέσειs που έγραφα σε δημοτικό και γυμνάσιο, αλλά ήμουν και πολύ “αδύνατη”, ή απλώς τεμπέλα, σε κάποια άλλα, στην αριθμητική, στη γεωμετρία, στη φυσική. Πίστευα ότι αυτά είναι “ψυχρά” πράγματα, πως δεν έχουν να μου πουν πολλά. Αργότερα άλλαξα γνώμη και πλέον μου αρέσει πολύ να ακούω μαθηματικούς και φυσικούς και αστροφυσικούς να λένε τα δικά τους. Μπορεί να μην καταλαβαίνω τι ακριβώς ακούω, πάντως κάτι πιάνω από διαίσθηση.
* …έδινα εξετάσειs από το δημοτικό στο γυμνάσιο και στην ερώτηση του καθηγητή πόσα γραμμάρια έχει το χιλιόγραμμο πελάγωνα. Κι όσο πιo πολύ μού το τόνιζε και το συλλάβιζε – “Το χι-λι-ό-γραμ-μο, παιδί μου, πόσα γραμ-μά-ρι-α έχει” – τόσο πιο πολύ τα έχανα και κοίταζα απελπισμένη μια το πάτωμα, μια αυτόν, μια το ταβάνι. Όχι πως δεν σκέφθηκα να του πω και χίλια – εδώ του είχα πει τους πιο απίθανους αριθμούς -, μα μου φαινόταν πως είναι … πολύ εύκολο, δηλαδή παγίδα, πως το έκανε επίτηδες για να με μπερδέψει, να με δοκιμάσει. Κάποια στιγμή βέβαια είπα και το “χίλια” κι ο άνθρωπος ανέπνευσε. “Άρα και n σαρανταποδαρούσα πόσα πόδια έχει;” με ρώτησε ως επιστέγασμα. “Σαράντα” του είπα με την πρώτη.
Υπήρξαν τρεις “μοιραίοι” δάσκαλοι [στη ζωή μου].
Η δεσποινίς Καλλιρρόη στην Α’ Δημοτικού, ο κύριος Αμπατζίδης στην τελευταία τάξη του Λυκείου, μα θα σταθώ τώρα στον τρίτο. Ήμουν δεκαπέντε ή δεκάξι ετών και στο πρώτο μαθητικό εξάμηνο πήρα στα μαθηματικά κάτω από τη βάση. Ανέκαθεν αδύνατη στα μαθηματικά, αλλά αυτό δεν είχε ξαναγίνει, να μην πιάσω ούτε τη βάση, και μου ήρθε πολύ βαρύ.
Έφυγαν λοιπόν όλα τα παιδιά απ’ το σχολείο, έφυγαν και οι καθηγητές, κι εγώ κάθισα σε μια γωνία στις σκάλες κι έβαλα τα κλάματα. Πώς θα πάω σπίτι, πώς θα πω, τι θα κάνω; Μαύρη απελπισία μ’ έδερνε. Ήρθε κοντά μου τότε ένας καθηγητής – είχε ξεμείνει φαίνεται – και με ρώτησε τι έχω. Του είπα. “Εσύ κλαις βρε Αννούλα; Που μας δίνεις τόση χαρά με τις εκθέσεις που γράφεις;” μου είπε, “Που κάνεις τις ωραίες σκέψεις και μας τις κοινωνείς;”.
Με μάγεψε ο λόγος του, με αναπτέρωσε. Συνέχισα να κλαίω, αλλά από συγκίνηση. Άσε που δεν πίστευα ότι μπορούσε να μιλάει έτσι ένας ολόκληρος καθηγητής σε μια μαθήτρια. Έχω να τον δω και να τον ακούσω απο’κείνα τα περίεργα κι αλησμόνητα χρόνια, το όνομά του Θανάσης Νικόλτσος, φιλόλογος. Εύχομαι να είναι πάντα καλά.
Το τελευταίο βιβλίο της Ζυράννας Ζατέλη «Τετράδια Ονείρων» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη