Υποχρέωση ή σεβασμός προς τους γονείς;

Τους γονείς

Όταν υπάρχει ελευθερία τότε ο διάλογος γονέα–παιδιού δεν τρέφεται απ’“τα πρέπει” τις σχέσης, αλλά απ’την ευχαρίστηση της ύπαρξής της. Την ευχαρίστηση αυτή την αντλεί απ’την αναγνώριση της ισότητας που υπάρχει στην προσφορά του καθένα στην σχέση ξέχωρα απ’την ηλικία του. Η ισότητα αυτή στηρίζεται όχι στην υλική, αλλά την συναισθηματική προσφορά του κάθε μέλους της σχέσης.

Μέσα απ’αυτήν την προσέγγιση το “παιδί” και ο γονέας τροφοδοτούν την σχέση, ο καθένας απ’την μεριά του, με συναίσθημα. Το συναίσθημα είναι η τροφή της σχέσης το οποίο βοηθάει και τους δύο. Τόσο, λοιπόν, το “παιδί”, όσο κι ο γονέας τροφοδοτούνται απ’το συναίσθημα ο ένας του άλλου κι όχι μόνο τροφοδοτούνται, αλλά αυτοκαθορίζονται απ’τις αλληλεπιδράσεις που αναπτύσσονται μεταξύ τους. Σ’αυτήν την περίπτωση το ποσοτικό στοιχείο δεν έχει καμιά σχέση σ’αυτό το λεκτικό, συμπεριφορικό και συναισθηματικό διάλογο ανάμεσα τους, όσο το ποιοτικό στοιχείο τ’οποίο εμπεριέχεται σ’αυτήν την συναισθηματική αλληλοπροσφορά.

Η προσφορά του παιδιού.

Όμως ποιος διατείνεται ότι το παιδί δεν προσφέρει; Πως έχει σχηματιστεί η ιδέα ότι το παιδί απ’την στιγμή που θα’ρθει στην ζωή δεν προσφέρει στους γονείς τους την ανάλογη, αγάπη, προσοχή, ανησυχία;

Απ’την βρεφική έως την ενηλικίωση των “παιδιών”, αλλά και μετά απ’αυτή, οι γονείς αποκομίζουν μια ικανοποίηση τόσο σε προσωπικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, την οποία τους την προσφέρει η παρουσία τους.

Ξεκινώντας απ’την ερωτική πράξη της σύλληψης, το παιδί, τις περισσότερες φορές, είναι καρπός μιας ηδονής την οποία αναζητούν και γεύονται οι γονείς περισσότερο για τους ίδιους και δεν αποτελεί μια εξαναγκαστική πράξη προς το παιδί, για να έρθει αυτό στην ζωή. Ακόμα, όμως και σ’αυτήν την περίπτωση (κι αυτό το συναντάμε στην τεχνική γονιμοποίηση) οι γονείς δεν το κάνουν για το “παιδί”, αλλά για τους ίδιους, για την σχέση τους. Και στις δύο περιπτώσεις η σύλληψη δεν είναι μια προσφορά προς το παιδί, αλλά μια πράξη προσφοράς κι ικανοποίησης προς τον εαυτό τους και προς την σχέση.

Μετά, όταν το παιδί έρθει στην ζωή προσφέρει στους γονείς την χαρά να γίνουν γονείς. Δηλαδή τους προσφέρει την δυνατότητα να εξελιχτούν τόσο σαν άτομα όσο και σαν σχέση και μέσα απ’την παρουσία του ν’αναπτυχθούν σε ψυχολογικό και κοινωνικό επίπεδο.

Στην συνέχεια το “παιδί” παρέχει στους γονείς την δυνατότητα να προβληθούν στο μέλλον, σαν οντότητες, σαν υπάρξεις και να συνειδητοποιήσουν καλύτερα την παρουσία τους, την αίσθηση του εαυτού τους μέσα από το καθρέφτισμά τους στα μάτια του. Τους βοηθάει να συγκεκριμενοποιήσουν το νόημα και το στόχο τόσο σαν άτομα όσο και σαν σχέση.

Έπειτα τους βοηθάει να δημιουργήσουν εκείνο το απόθεμα ελπίδας μέσα απ’την παρουσία του για ν’“αντέξουν” τις αντιξοότητες της ζωής. Να γίνουν μαχητές και το σπουδαιότερο να γίνουν ενήλικες.

Επίλογος

Καταλήγοντας θα ήθελα να πω ότι κανείς δεν χρωστά σε κανένα. Ούτε ο γονιός στο παιδί ούτε το παιδί στο γονιό. Δεν χρωστάει διότι η ίδια η προσφορά ανάμεσα τους εσωκλείει την ικανοποίηση της ανταπόδοσης. Η ικανοποίηση της προσφορά; που κάνουμε είναι η ανταπόδοση της. Διότι η ικανοποίηση σ’αυτήν την περίπτωση έχει συγχρόνως δυο κατευθύνσεις. Μία που πάει προς αυτόν που δέχεται την προσφορά και μια προς αυτόν που την προσφέρει. Άρα είναι πλεονασμός η προσφορά να δημιουργεί την υποχρέωση μιας επιπλέον ανταπόδοσης.

Π. χ. όταν ένας πατέρας προσφέρει ένα ποδήλατο στο παιδί του, η ικανοποίηση που παίρνει με το να βλέπει το παιδί του να κάνει ποδήλατο, δηλαδή από την πράξη προσφοράς του, είναι αρκετή ώστε να μην απαιτεί μια περαιτέρω ικανοποίηση, δηλαδή το παιδί να αισθάνεται υποχρεωμένο να του “επιστρέψει” αυτή την ικανοποίηση που του πρόσφερε.

Η έννοια της υποχρέωσης, λοιπόν, έρχεται να εμποδίσει και να περιορίσει. Να εξαρτήσει και να ιεραρχήσει την σχέση γονέα–παιδιού με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην επιτρέπει ούτε στον έναν ούτε στον άλλον να γευτούν την ευχαρίστηση απ’την σχέση. Εν αντίθεση μ’αυτή του αμοιβαίου σεβασμού όπου η πράξη προσφοράς δεν είναι μια εξαναγκαστική, όπως είπαμε, πράξη, αλλά μια επιλογή η οποία έχει τροφοδοτηθεί απ’την ελευθερία της ύπαρξης του κάθε μέλους της σχέσης.

Στην περίπτωση του αμοιβαίου σεβασμού, η συνύπαρξη γίνεται δημιουργική για την σχέση στο βαθμό που αναγνωρίζεται η ίση προσφορά του κάθε μέλους σε αυτή. Η αναγνώριση αυτής της προσφοράς τροφοδοτεί την συνεργατικότητα και την αλληλοαποδοχή:
– προβάλλοντας την “ακεραιότητα” του καθένα σαν στοιχείο επιβίωσης της σχέσης,
– καταργώντας την “ποσότητα” και
– υιοθετώντας την “ποιότητα” στο διάλογο ανάμεσα στο γονέα και το “παιδί”.

Γράφει ο Λάμπρος Κερεντζής

Ακολούθησε το TheMamagers στο Instagram

Διαβάστε περισσότερα

Best of network